3,277,637
edits
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ. | |lsmtext='''διαρρέω:''' μέλ. <i>διαρ-ρεύσομαι</i>, αόρ. βʹ <i>δι-ερρύην</i>, παρακ. <i>δι-ερρύηκα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> ρέω [[ανάμεσα]], δια μέσου, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[διολισθαίνω]], [[ξεγλιστρώ]], [[τῶν]] [[χειρῶν]], σε Λουκ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[πλοίο]], έχω [[διαρροή]], [[βάζω]] νερά, στον ίδ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[φήμη]], διαδίδομαι, εξαπλώνομαι, σε Πλούτ.<br /><b class="num">5.</b> <i>χείλη διερρυηκότα</i>, με ανοιχτό το [[στόμα]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[διαρρέω]] όπως το [[νερό]], εξαφανίζομαι ή φθείρομαι, <i>χάριςδιαρρεῖ</i>, σε Σοφ.· λέγεται για κάποιον που νοσεί, [[ιδροκοπώ]], σε Αριστοφ.· λέγεται για χρήματα, ξοδεύομαι, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διαρρέω:''' (fut. διαρρεύσομαι, aor. 2 [[διερρύην]])<br /><b class="num">1)</b> течь сквозь или через, протекать (διὰ μέσου Her. и διὰ τῶν δακτύλων Luc.; τὴν νῆσον Isocr.; τὸν Ἀπεννῖνον Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> втекать, впадать (ποταμοὶ διαρρέοντες εἰς τὴν θάλατταν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> протекать, иметь течь (τὸ [[σκαφίδιον]] διαρρεῖ Luc.);<br /><b class="num">4)</b> вытекать, утекать, уплывать ([[διαρρυῆναι]] τῶν [[χειρῶν]] Luc.; τὸ [[ἀργύριον]] [[διαρρυέν]] Dem.): διαρρεῖ [[χάρις]] τινός Soph. пропадает чувство благодарности к кому-л.;<br /><b class="num">5)</b> досл. растекаться, расплываться, перен. разбегаться (ἐκ τῆς στρατοπεδείας Polyb.; [[ἀπιέναι]] καὶ δ. [[ἀτάκτως]] Plat.): χείλεσιν διερρυηκόσιν Arph. широко растянутыми губами, т. е. уверенным голосом;<br /><b class="num">6)</b> становиться расслабленным, лишаться сил или вырождаться (ὑπὸ πλούτου καὶ τρυφῆς Plut.). | |||
}} | }} |