Anonymous

περίνεως: Difference between revisions

From LSJ
5
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ων, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εκτελεί [[καμιά]] [[εργασία]] στο [[πλοίο]], ο [[επιβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ περίνεῳ</i><br />οι επί [[πλέον]] ναύτες, οι εφεδρικοί<br /><b>3.</b> [[κάθε]] περιττό [[σκεύος]] στο [[πλοίο]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίνεων</i><br />καθεμιά από τις πλευρές του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λιπό</i>-<i>νεως</i>].
|mltxt=-ων, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δεν εκτελεί [[καμιά]] [[εργασία]] στο [[πλοίο]], ο [[επιβάτης]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οἱ περίνεῳ</i><br />οι επί [[πλέον]] ναύτες, οι εφεδρικοί<br /><b>3.</b> [[κάθε]] περιττό [[σκεύος]] στο [[πλοίο]]<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ περίνεων</i><br />καθεμιά από τις πλευρές του πλοίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νεως</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λιπό</i>-<i>νεως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''περίνεως:''' ὁ, γεν. <i>-νεω</i>, ονομ. πληθ. <i>-νεῳ</i>· ([[ναῦς]])· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο [[επιβάτης]], σε Θουκ.
}}
}}