Anonymous

περίνεως: Difference between revisions

From LSJ
3b
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περίνεως:''' ὁ, γεν. <i>-νεω</i>, ονομ. πληθ. <i>-νεῳ</i>· ([[ναῦς]])· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο [[επιβάτης]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περίνεως:''' ὁ, γεν. <i>-νεω</i>, ονομ. πληθ. <i>-νεῳ</i>· ([[ναῦς]])· υπεράριθμο φορτίο πλοίου ή απλά ο [[επιβάτης]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περίνεως:''' εω ὁ (не принадлежащий к команде корабля) пассажир Thuc.
}}
}}