3,273,773
edits
(19) |
(5) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[κατακλείω]], Α αττ. τ. [[κατακλήω]] και κατακληΐω)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] εντελώς και ασφαλώς, [[κλείνω]] [[ολωσδιόλου]] («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον [[κάπου]], [[αποκλείω]] κάποιον εξ ολοκλήρου, [[κάνω]] πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τον λόγο(ν)» — [[τελειώνω]] τον λόγο, [[φθάνω]] στο [[τέλος]] της ομιλίας μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του<br /><b>2.</b> [[εξαναγκάζω]] («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τέχνη]]) [[εξασκώ]], [[εφαρμόζω]] («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λίθους στην [[αρχιτεκτονική]]) [[τοποθετώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τὴν δεξιάν» — [[σφίγγω]] το [[χέρι]], [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακλείομαι</i><br />κλείνομαι με τη [[νύφη]] στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ [[νεώτερος]] Ἀτρέος υἱῶν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[καταντώ]] («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] ἐμαυτόν» — απομονώνομαι. | |mltxt=(AM [[κατακλείω]], Α αττ. τ. [[κατακλήω]] και κατακληΐω)<br /><b>1.</b> [[κλείνω]] εντελώς και ασφαλώς, [[κλείνω]] [[ολωσδιόλου]] («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[περιορίζω]] κάποιον [[κάπου]], [[αποκλείω]] κάποιον εξ ολοκλήρου, [[κάνω]] πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας... εἰς νῆσον κατέκλησεν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τον λόγο(ν)» — [[τελειώνω]] τον λόγο, [[φθάνω]] στο [[τέλος]] της ομιλίας μου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του<br /><b>2.</b> [[εξαναγκάζω]] («ἄν... πᾱσαν τὴν δύναμιν νόμῳ κατακλείσητε ἐν τῷ πολέμῳ μένειν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[τέχνη]]) [[εξασκώ]], [[εφαρμόζω]] («τὸ πᾱν τῆς ἑαυτοῡ τέχνης κατέκλεισεν», Ηλιόδ.)<br /><b>4.</b> (σχετικά με λίθους στην [[αρχιτεκτονική]]) [[τοποθετώ]], [[συναρμόζω]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] τὴν δεξιάν» — [[σφίγγω]] το [[χέρι]], [[ανταλλάσσω]] [[χειραψία]]<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> <i>κατακλείομαι</i><br />κλείνομαι με τη [[νύφη]] στον νυφικό θάλαμο («Τυνδαρίδα κατεκλᾴζετο... ὁ [[νεώτερος]] Ἀτρέος υἱῶν», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>παθ.</b> α) πολιορκούμαι («ἐς τὸ τεῑχος κατακλῄεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br />β) [[περιέρχομαι]], [[καταντώ]] («τῆς πόλεως εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλειμένης», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «[[κατακλείω]] ἐμαυτόν» — απομονώνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |