Anonymous

κατακλείω: Difference between revisions

From LSJ
2b
(5)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ.
|lsmtext='''κατακλείω:''' Ιων. -κληΐω, αρχ. Αττ. -[[κλῄω]]· Ιων. μέλ. <i>-κληΐσω</i>, Δωρ. <i>κατακλᾴξω</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>κατεκλεισάμην</i>, Δωρ. <i>κατεκλᾳξάμην</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατεκλείσθην</i>, Ιων. <i>κατεκληΐσθην</i>, παρακ. κατα-[[κέκλειμαι]] ή -[[κέκλεισμαι]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. προσ., [[κλείνω]] [[εντός]], [[εγκλείω]] ταριχευμένο [[σώμα]] στη [[θήκη]] του, σε Ηρόδ.· <i>τοὺς Ἕλληνας ἐς τὴν νῆσον κ</i>., τους ανάγκασε να καταφύγουν στο [[νησί]] και [[εκεί]] τους απέκλεισε, σε Θουκ. — Μέσ., κλείνομαι μέσα, εγκλείομαι, σε Ξεν.· [[κατακλᾴξασθαι]], [[κλείνω]] την [[νύφη]] μαζί μου (στο νυφικό [[δωμάτιο]]), σε Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., <i>νόμῳ κ</i>., [[αναγκάζω]], δηλ. [[υποχρεώνω]], [[εξαναγκάζω]], σε Δημ.· επίσης, <i>εἰς κίνδυνον μέγιστον κατακεκλεῖσθαι</i>, [[αφού]] κατάντησε, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ. πράγμ., [[σφαλίζω]], [[κλείνω]], [[τὰς]] πυλίδας, σε Ηρόδ.· <i>τὰ ἱρά</i>, στον ίδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατακλείω:''' ион. [[κατακληΐω]], атт. [[κατακλῄω]], дор. [[κατακλάζω]] (fut. κατακλείσω, aor. κατέκλεισα; pass.: aor. κατεκλείσθην - атт. κατεκλῄσθην, pf. κατακέκλεισμαι и κατακέκλειμαι)<br /><b class="num">1)</b> запирать, затворять на замок (τὰς πυλίδας, τὰ ἱρά, τὸ [[ἐργαστήριον]] Her.; τὸν [[δίφρον]] Xen.);<br /><b class="num">2)</b> запирать, заключать (ἑαυτοὺς εἰς [[ἔρυμα]] Xen.; τι εἰς τὴν γῆν Arst.; τινὰ ἐν τῇ φυλακῇ NT; κατακλεισάμενος ἐν τοῖς βασιλείοις Xen.): κ. τοὺς γυμνῆτας [[εἴσω]] τῶν ὅπλων Xen. заставить гимнетов укрыться за строем гоплитов;<br /><b class="num">3)</b> вкладывать в ножны (τὸ [[ξίφος]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> включать: οὐδ᾽ εἰς πολιτείαν ἐμαυτὸν [[κατακλείω]] Xen. я не принадлежу ни к одному (греческому) государству (слова Аристиппа);<br /><b class="num">5)</b> запирать, блокировать (τοὺς Ἓλληνας ἐς τὴν νῆσον, ἐς τὸ [[τεῖχος]] κατακλῄεσθαι Thuc.);<br /><b class="num">6)</b> ставить, ввергать (εἰς κίνδυνον [[μέγιστον]] Dem.; εἰς σπάνιν Diod.);<br /><b class="num">7)</b> рит. заканчивать, заключать (τὸν λόγον Diog. L.): οὐ κατακλείει грам. (фраза) не закончена;<br /><b class="num">8)</b> обязывать, принуждать (τινὰ νόμῳ ποιεῖν τι Dem.; τινὰ εἰς ἀρχὴν μείζονα Plut.);<br /><b class="num">9)</b> привязывать, сковывать (τὴν δεξιάν Luc.).
}}
}}