συμπληθύνω: Difference between revisions

6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]] της ποσότητας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[επίσης]] στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ [[ἄρθρον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπληθύνομαι</i><br />(για [[λέξη]]) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[συντελώ]] στην [[αύξηση]] της ποσότητας ενός πράγματος<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[σχηματίζω]] [[επίσης]] στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ [[ἄρθρον]]», Απολλ. Δύσκ.)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπληθύνομαι</i><br />(για [[λέξη]]) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πληθύνω]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλῆθος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπληθύνω:''' [ῡ], [[πολλαπλασιάζω]] ή [[αυξάνω]] από κοινού, σε Ξεν.
}}
}}