συμπληθύνω

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπληθύνω Medium diacritics: συμπληθύνω Low diacritics: συμπληθύνω Capitals: ΣΥΜΠΛΗΘΥΝΩ
Transliteration A: symplēthýnō Transliteration B: symplēthynō Transliteration C: symplithyno Beta Code: sumplhqu/nw

English (LSJ)

[ῡ],
A help to increase, X.Oec.18.2.
2 Pass., to be multiplied as well as, c. dat., Procl.in Prm.p.546S.
II give plural form to as well, σ. τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον A.D.Synt.54.17:—Pass., take plural forms, ib.205.1.

German (Pape)

[Seite 988] = Folgdm, Xen. Oec. 18, 2.

French (Bailly abrégé)

compléter, augmenter, multiplier.
Étymologie: σύν, πληθύνω.

Russian (Dvoretsky)

συμπληθύνω: (ῡ) приумножать, увеличивать Xen.

Greek (Liddell-Scott)

συμπληθύνω: [ῡ], πληθύνωαὐξάνω ὁμοῦ, Ξεν. Οἰκ. 18, 2. ΙΙ. Παθ., λαμβάνω τὸν πληθυντικὸν ἀριθμόν, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 205.

Greek Monolingual

Α
1. συντελώ στην αύξηση της ποσότητας ενός πράγματος
2. γραμμ. σχηματίζω επίσης στον τύπο του πληθυντικού αριθμού («συμπληθύνειν τῷ ὀνόματι τὸ ἄρθρον», Απολλ. Δύσκ.)
3. παθ. συμπληθύνομαι
(για λέξη) σχηματίζομαι στον πληθυντικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πληθύνω (< πλῆθος)].

Greek Monotonic

συμπληθύνω: [ῡ], πολλαπλασιάζω ή αυξάνω από κοινού, σε Ξεν.

Middle Liddell

to multiply or increase together, Xen.