Anonymous

ἄπρακτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[άπραχτος]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[άπραχτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπρακτος:''' Ιων. ἄ-πρηκτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει απολύτως [[τίποτε]], αναποτελεσματικός, [[ανωφελής]], σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανεπιτυχής]], αποτυχημένος, [[ἄπρηκτος]] νέεσθαι, Λατ. re infecta, σε Ομήρ. Ιλ.· και στους πεζούς συγγραφείς, ἄπρακτον [[ἀπιέναι]], [[ἀπελθεῖν]], <i>ἀποχωρεῖν</i>, σε Θουκ.· <i>ἄπρακτον [[γίγνεσθαι]]</i>, δεν [[αποδοκιμάζω]], δεν [[επωφελούμαι]] σε [[τίποτε]], στον ίδ.· <i>ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά</i>, στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, ανεπιτυχώς, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[τίποτε]], αυτός που προκαλεί [[αμηχανία]] για το τι πρέπει να γίνει, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, [[αδύνατος]], [[απραγματοποίητος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που δεν έγινε, που εγκαταλείφθηκε [[ατέλεστος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., μαντικῆς [[ἄπρακτος]] [[ὑμῖν]], [[απρόσβλητος]], ανέγγιχτος από τη [[μαντική]] σας [[τέχνη]], σε Σοφ.
}}
}}