Anonymous

ἄπρακτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπρακτος:''' Ιων. ἄ-πρηκτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει απολύτως [[τίποτε]], αναποτελεσματικός, [[ανωφελής]], σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανεπιτυχής]], αποτυχημένος, [[ἄπρηκτος]] νέεσθαι, Λατ. re infecta, σε Ομήρ. Ιλ.· και στους πεζούς συγγραφείς, ἄπρακτον [[ἀπιέναι]], [[ἀπελθεῖν]], <i>ἀποχωρεῖν</i>, σε Θουκ.· <i>ἄπρακτον [[γίγνεσθαι]]</i>, δεν [[αποδοκιμάζω]], δεν [[επωφελούμαι]] σε [[τίποτε]], στον ίδ.· <i>ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά</i>, στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, ανεπιτυχώς, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[τίποτε]], αυτός που προκαλεί [[αμηχανία]] για το τι πρέπει να γίνει, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, [[αδύνατος]], [[απραγματοποίητος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που δεν έγινε, που εγκαταλείφθηκε [[ατέλεστος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., μαντικῆς [[ἄπρακτος]] [[ὑμῖν]], [[απρόσβλητος]], ανέγγιχτος από τη [[μαντική]] σας [[τέχνη]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἄπρακτος:''' Ιων. ἄ-πρηκτος, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> Ενεργ., αυτός που δεν κάνει απολύτως [[τίποτε]], αναποτελεσματικός, [[ανωφελής]], σε Ομήρ. Ιλ., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ανεπιτυχής]], αποτυχημένος, [[ἄπρηκτος]] νέεσθαι, Λατ. re infecta, σε Ομήρ. Ιλ.· και στους πεζούς συγγραφείς, ἄπρακτον [[ἀπιέναι]], [[ἀπελθεῖν]], <i>ἀποχωρεῖν</i>, σε Θουκ.· <i>ἄπρακτον [[γίγνεσθαι]]</i>, δεν [[αποδοκιμάζω]], δεν [[επωφελούμαι]] σε [[τίποτε]], στον ίδ.· <i>ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά</i>, στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, ανεπιτυχώς, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., αυτός για τον οποίο δεν μπορεί να γίνει [[τίποτε]], αυτός που προκαλεί [[αμηχανία]] για το τι πρέπει να γίνει, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που δεν είναι δυνατόν να γίνει, [[αδύνατος]], [[απραγματοποίητος]], σε Θέογν.<br /><b class="num">3.</b> αυτός που δεν έγινε, που εγκαταλείφθηκε [[ατέλεστος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> με γεν., μαντικῆς [[ἄπρακτος]] [[ὑμῖν]], [[απρόσβλητος]], ανέγγιχτος από τη [[μαντική]] σας [[τέχνη]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπρακτος:''' эп.-ион.-дор. [[ἄπρηκτος]] 2<br /><b class="num">1)</b> бесполезный, бесцельный, напрасный, тщетный ([[πόλεμος]] Hom.; [[βοήθεια]] Polyb.; μεληδόνες Plut.);<br /><b class="num">2)</b> ничего не добившийся, не достигший цели (ἀπεχώρησαν ἄπρακτοι Thuc.; ἄπρακτον ἀποπέμπειν τινά Plut.);<br /><b class="num">3)</b> бесплодный, по др. невозделанный (γῆ Plut.);<br /><b class="num">4)</b> проводимый в бездействии, нерабочий (ἡμέραι Plut.);<br /><b class="num">5)</b> неисполненный, несделанный Dem.: μη τὰ τῆς πόλεως ἄπρακτα γίγνηται Xen. чтобы не запустить государственных дел; οὐκ ἄ. τινι εἶναι Soph. не иметь покоя от кого-л.;<br /><b class="num">6)</b> неутолимый, неисцелимый (ὀδύναι Hom.);<br /><b class="num">7)</b> неотвратимый, неодолимый, неминуемый ([[ἀνίη]] Hom.);<br /><b class="num">8)</b> бездеятельный, бездействующий (ἄ. καὶ [[ἀργός]] Plat.; [[κηδευτής]] Arst.): φόβων ἀπρακτότατος Plut. не внушающий никакого страха.
}}
}}