3,271,293
edits
(44) |
(6) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φάρμακο]]. | |mltxt=τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[φάρμακο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''φάρμᾰκον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φάρμακο]], θεραπευτικό [[μέσο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὰ φάρμακα</i> που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι <i>χριστά</i>, <i>ἔγχριστα</i>, <i>ἐπίχριστα</i> (αλοιφές), και <i>παστά</i>, <i>ἐπίπαστα</i>, <i>καταπλαστά</i> (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, <i>βρώσιμα</i> και <i>πόσιμα</i>, [[ποτά]], <i>πιστά</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[φάρμακον]] νόσου, [[φάρμακο]] για αυτή την [[αρρώστια]], [[θεραπεία]] [[εναντίον]] αυτής, σε Αισχύλ.· [[φάρμακον]] κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], μαγικό [[φίλτρο]], ομοίως [[θέλγητρο]], [[μαγεία]], [[μαγγανεία]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, [[δηλητήριο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θεραπεία]], [[φροντίδα]], σε Ησίοδ.· [[φάρμακον]] πραΰ, λέγεται για [[χαλινάρι]], σε Πίνδ.· με γεν., [[θεραπεία]] [[εναντίον]], <i>βλάβης</i>, σε Αισχύλ.· <i>πόνων</i>, <i>λύπης</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. επίσης, [[μέσο]] παραγωγής, <i>σωτηρίας</i>, στον ίδ.· <i>σοφίας</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[βαφή]], [[μπογιά]], [[χρώμα]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |||
}} | }} |