Anonymous

φάρμακον: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φάρμᾰκον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φάρμακο]], θεραπευτικό [[μέσο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὰ φάρμακα</i> που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι <i>χριστά</i>, <i>ἔγχριστα</i>, <i>ἐπίχριστα</i> (αλοιφές), και <i>παστά</i>, <i>ἐπίπαστα</i>, <i>καταπλαστά</i> (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, <i>βρώσιμα</i> και <i>πόσιμα</i>, [[ποτά]], <i>πιστά</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[φάρμακον]] νόσου, [[φάρμακο]] για αυτή την [[αρρώστια]], [[θεραπεία]] [[εναντίον]] αυτής, σε Αισχύλ.· [[φάρμακον]] κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], μαγικό [[φίλτρο]], ομοίως [[θέλγητρο]], [[μαγεία]], [[μαγγανεία]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, [[δηλητήριο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θεραπεία]], [[φροντίδα]], σε Ησίοδ.· [[φάρμακον]] πραΰ, λέγεται για [[χαλινάρι]], σε Πίνδ.· με γεν., [[θεραπεία]] [[εναντίον]], <i>βλάβης</i>, σε Αισχύλ.· <i>πόνων</i>, <i>λύπης</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. επίσης, [[μέσο]] παραγωγής, <i>σωτηρίας</i>, στον ίδ.· <i>σοφίας</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[βαφή]], [[μπογιά]], [[χρώμα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''φάρμᾰκον:''' τό,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[φάρμακο]], θεραπευτικό [[μέσο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>τὰ φάρμακα</i> που εφαρμόζονται εξωτερικά είναι <i>χριστά</i>, <i>ἔγχριστα</i>, <i>ἐπίχριστα</i> (αλοιφές), και <i>παστά</i>, <i>ἐπίπαστα</i>, <i>καταπλαστά</i> (έμπλαστρα), σε Θεόκρ., Αριστοφ.· αυτά που λαμβάνονταν εσωτερικά, <i>βρώσιμα</i> και <i>πόσιμα</i>, [[ποτά]], <i>πιστά</i>, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., [[φάρμακον]] νόσου, [[φάρμακο]] για αυτή την [[αρρώστια]], [[θεραπεία]] [[εναντίον]] αυτής, σε Αισχύλ.· [[φάρμακον]] κεφαλῆς, για τον πονοκέφαλο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], μαγικό [[φίλτρο]], ομοίως [[θέλγητρο]], [[μαγεία]], [[μαγγανεία]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.· επίσης ναρκωτικό, [[δηλητήριο]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[θεραπεία]], [[φροντίδα]], σε Ησίοδ.· [[φάρμακον]] πραΰ, λέγεται για [[χαλινάρι]], σε Πίνδ.· με γεν., [[θεραπεία]] [[εναντίον]], <i>βλάβης</i>, σε Αισχύλ.· <i>πόνων</i>, <i>λύπης</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. επίσης, [[μέσο]] παραγωγής, <i>σωτηρίας</i>, στον ίδ.· <i>σοφίας</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">III.</b> [[βαφή]], [[μπογιά]], [[χρώμα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''φάρμᾰκον:''' τό<b class="num">1)</b> зелье, снадобье, (волшебное) питье Hom., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> лекарство (ὀδυνήφατον Hom.; [[παιώνιον]] Aesch.): φ. τινος Aesch., Plat., Arst., Anth. лекарство от чего-л.; φ. καταπλαστόν Arph. целебная мазь; τὸ φ. [[ποτόν]] Eur. жидкое (внутреннее) лекарство;<br /><b class="num">3)</b> средство, способ: φ. τινος Aesch., Eur., Plat., реже πρός τι Arst. средство против чего-л., но тж. средство для чего-л.; φ. πόνων Eur. средство против (от) горестей; μνήμης τε καὶ σοφίας φ. Plat. способ обрести память и мудрость;<br /><b class="num">4)</b> отрава, яд (ἀνδροφόνον Hom.; ὀλέθριον Luc.): τὸ φ. ἔπιεν Plat. (Сократ) выпил яд;<br /><b class="num">5)</b> красящее вещество, краска Emped., Her., Aesch., Arph., Plat.
}}
}}