Anonymous

μάσθλης: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μάσθλης]], -ητος, αιολ. τ. [[μάσλης]] (Α)<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] της μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]], [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἰμάσθλη</i> «[[ιμάντας]], [[μαστίγιο]]» με σίγηση του αρκτικού <i>ι</i>- [[κατά]] το [[μάστιξ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[μάστιξ]], [[μαίομαι]], ενώ το <i>ι</i>- του <i>ἰμάσθλη</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το <i>ι</i>- του <i>ἰμάς</i>. Τέλος, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι αρχαίοι ετυμολόγοι επινόησαν έναν αμάρτυρο τ. [[μάσθλη]] ([[γλώσσα]] που παραδίδει και ο <b>Ησύχ.</b>) για να συνδέσουν τη λ. με την <i>ἰμάσθλη</i>, ενώ πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. λυδικής προέλευσης. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[πρέπει]] να ήταν «[[δέρμα]]». Για το [[επίθημα]] <b>[[πρβλ]].</b> [[λέβης]], [[τάπης]]. Ο αιολ. τ. [[μάσλης]] <span style="color: red;"><</span> [[μάσθλης]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐσλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐσθλός]])].
|mltxt=[[μάσθλης]], -ητος, αιολ. τ. [[μάσλης]] (Α)<br /><b>1.</b> κατεργασμένο [[δέρμα]]<br /><b>2.</b> ο [[ιμάντας]] της μάστιγας («φοίνιον μάσθλητα δίγονον», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[πανούργος]], [[απατεώνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>ἰμάσθλη</i> «[[ιμάντας]], [[μαστίγιο]]» με σίγηση του αρκτικού <i>ι</i>- [[κατά]] το [[μάστιξ]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. συνδέεται με τα [[μάστιξ]], [[μαίομαι]], ενώ το <i>ι</i>- του <i>ἰμάσθλη</i> [[είναι]] αναλογικό [[προς]] το <i>ι</i>- του <i>ἰμάς</i>. Τέλος, έχει διατυπωθεί η [[άποψη]] ότι αρχαίοι ετυμολόγοι επινόησαν έναν αμάρτυρο τ. [[μάσθλη]] ([[γλώσσα]] που παραδίδει και ο <b>Ησύχ.</b>) για να συνδέσουν τη λ. με την <i>ἰμάσθλη</i>, ενώ πρόκειται για δάνεια λ., πιθ. λυδικής προέλευσης. Η αρχική [[σημασία]] της λ. [[πρέπει]] να ήταν «[[δέρμα]]». Για το [[επίθημα]] <b>[[πρβλ]].</b> [[λέβης]], [[τάπης]]. Ο αιολ. τ. [[μάσλης]] <span style="color: red;"><</span> [[μάσθλης]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἐσλός]] <span style="color: red;"><</span> [[ἐσθλός]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μάσθλης:''' -ητος, ὁ, = [[ἱμάσθλη]], [[δερμάτινη]] [[λωρίδα]], είδος δερμάτινου σανδαλιού, σε Σοφ.· μεταφ., [[πολυμήχανος]] [[απατεώνας]], σε Αριστοφ.
}}
}}