Anonymous

μεμψίμοιρος: Difference between revisions

From LSJ
5
(24)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεμψίμοιρος]], -ον)<br />αυτός που παραπονείται [[κατά]] της μοίρας του, [[παραπονιάρης]], [[γκρινιάρης]] («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεμψίμοιρον</i><br />η [[μεμψιμοιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέμφις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακόμοιρος]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μεμψίμοιρος]], -ον)<br />αυτός που παραπονείται [[κατά]] της μοίρας του, [[παραπονιάρης]], [[γκρινιάρης]] («οὗτοί εἰσι γογγυσταί, μεμψίμοιροι, κατὰ τὰς ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεμψίμοιρον</i><br />η [[μεμψιμοιρία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[μέμφομαι]], <b>[[πρβλ]].</b> <i>μέμφις</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>μοιρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μοῖρα]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[κακόμοιρος]], σύνθετο του τύπου [[τερψίμβροτος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ.
}}
}}