3,273,446
edits
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ. | |lsmtext='''μεμψίμοιρος:''' -ον ([[μοῖρα]]), αυτός που παραπονιέται για τη [[μοίρα]] του, που δεν είναι ικανοποιημένος με [[τίποτε]], [[παραπονιάρης]], σε Ισοκρ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μεμψίμοιρος:''' (ψῐ) жалующийся на свою судьбу, недовольный Isocr., Arst., Luc., NT. | |||
}} | }} |