Anonymous

ἀπερίοπτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπερίοπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν προσέχει [[γύρω]] του, [[αμέριμνος]].
|mltxt=[[ἀπερίοπτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν προσέχει [[γύρω]] του, [[αμέριμνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπερίοπτος:''' -ον (<i>περιόψομαι</i>, μέλ. του [[περιοράω]]), [[αμέριμνος]], [[αμελής]], <i>πάντων</i>, σε Θουκ.
}}
}}