3,277,121
edits
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]]. | |mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |