Anonymous

ἄπλευστος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]].
|mltxt=[[ἄπλευστος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] στον οποίο δεν μπορεί να πλεύσει [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν.
}}
}}