Anonymous

ἄπλευστος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἄπλευστος:''' -ον ([[πλέω]]), αυτός που δεν είναι [[πλωτός]], δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσει [[κάποιος]], ή αυτός που δεν έχει διαπλευσθεί· τὸ [[ἄπλευστον]], το [[μέρος]] της θάλασσας που δεν έχει διαπλευθεί [[ακόμη]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄπλευστος:''' не пройденный кораблем (sc. [[πέλαγος]] Xen.).
}}
}}