3,277,807
edits
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄοζος]], ο (Α)<br />[[θεράπων]], [[υπηρέτης]], [[ακόλουθος]], ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του <i>όζος</i> «[[κλάδος]], [[βλαστός]] -[[γόνος]], [[σύντροφος]]» με <i>α</i>- αθροιστικό, πιθ. από [[επίδραση]] του ρ. <i>αοσσέω</i> «[[βοηθώ]]» — κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[άοζος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>-<i>σοδ</i>-<i>yos</i> «συμπορευόμενος, [[συνοδοιπόρος]]» <span style="color: red;"><</span> <i>sm</i> -<i>sodyos</i> πιθ. από ρ. <i>sed</i> «[[πηγαίνω]], [[βαδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[οδός]])].———————— <b>(II)</b><br />[[ἄοζος]], -ον (Α)<br />[[άνοζος]], [[χωρίς]] βλαστούς. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἄοζος:''' ὁ, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Αισχύλ. (πιθ. από τα <i>ααθροιστικό</i> και το [[ὁδός]]· πρβλ. ἀ-κόλουθος). | |||
}} | }} |