Anonymous

ἄοζος: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄοζος:''' ὁ, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Αισχύλ. (πιθ. από τα <i>ααθροιστικό</i> και το [[ὁδός]]· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
|lsmtext='''ἄοζος:''' ὁ, [[υπηρέτης]], [[δούλος]], σε Αισχύλ. (πιθ. από τα <i>ααθροιστικό</i> και το [[ὁδός]]· πρβλ. ἀ-κόλουθος).
}}
{{elru
|elrutext='''ἄοζος:''' ὁ служитель при жертвоприношениях Aesch.
}}
}}