Anonymous

ἀποθαυμάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἀποθαυμάζω]] κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)<br />κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, [[αναπολώ]] με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.
|mltxt=(AM [[ἀποθαυμάζω]] κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)<br />κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, [[αναπολώ]] με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωυμάζω]] ή -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]] μεγάλο θαυμασμό σε [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
}}