3,277,700
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀποθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωυμάζω]] ή -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]] μεγάλο θαυμασμό σε [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀποθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωυμάζω]] ή -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]] μεγάλο θαυμασμό σε [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀποθαυμάζω:''' ион. [[ἀποθω]](υ)μάζω удивляться, поражаться, восхищаться (Aesch., Soph., Her., Xen., Plut.; τι Hom., Her.; εἰ … Aeschin.). | |||
}} | }} |