Anonymous

ἀποθαυμάζω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωυμάζω]] ή -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]] μεγάλο θαυμασμό σε [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀποθαυμάζω:''' Ιων. -[[θωυμάζω]] ή -[[θωμάζω]], μέλ. <i>-σω</i>, [[δείχνω]] μεγάλο θαυμασμό σε [[κάτι]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποθαυμάζω:''' ион. [[ἀποθω]](υ)μάζω удивляться, поражаться, восхищаться (Aesch., Soph., Her., Xen., Plut.; τι Hom., Her.; εἰ … Aeschin.).
}}
}}