Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄντλος: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄντλος]], ο κ. [[ἄντλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αμπάρι]] πλοίου<br /><b>2.</b> το ακάθαρτο [[νερό]] που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συσσώρευση]] δεινών, δυσχερειών<br /><b>4.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[εξαφανίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάδος]], [[κουβάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ἄντλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅν</i>-<i>τλος</i>, με [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμ</i>-<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]] του δασέος και [[αφομοίωση]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-, ενώ το [[επίθημα]] -<i>τλος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]]. Η [[σύνδεση]] με το <i>ἅμθλος</i> επιτρέπει τη [[σύγκριση]] με λιθ. <i>semiu</i> «[[αντλώ]]», (χεττ. <i>han</i> «[[αντλώ]] [[νερό]]», <b>αρχ.</b> <i>αμώμαι</i> (II), <b>λατ.</b> <i>sentina</i>. Ο τ. [[άντλος]] χρησιμοποιείται αρχικά ως [[ναυτικός]] όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου» [[αλλά]] και το «[[νερό]] που συγκεντρώνεται στο [[αμπάρι]] πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει [[ακόμη]] λιχνιστεί», ενώ στον <b>Ησύχ.</b> απαντά η φρ. [[ἄντλον]] δέχεσθαι</i> «[[κάνω]] νερά». Το ουδ. [[ἄντλον]] μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αντλία]], [[αντλώ]]. <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> αντλίαν -τλητήρ].
|mltxt=[[ἄντλος]], ο κ. [[ἄντλον]], το (Α)<br /><b>1.</b> [[αμπάρι]] πλοίου<br /><b>2.</b> το ακάθαρτο [[νερό]] που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[συσσώρευση]] δεινών, δυσχερειών<br /><b>4.</b> η [[θάλασσα]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «ἐν ἄντλῳ τιθέναι» — [[ρίχνω]] στη [[θάλασσα]], [[εξαφανίζω]]<br /><b>6.</b> [[κάδος]], [[κουβάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ἄντλος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅν</i>-<i>τλος</i>, με [[ψίλωση]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἅμ</i>-<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]] του δασέος και [[αφομοίωση]] του -<i>μ</i>- σε -<i>ν</i>-, ενώ το [[επίθημα]] -<i>τλος</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>θλος</i>, με [[ανομοίωση]]. Η [[σύνδεση]] με το <i>ἅμθλος</i> επιτρέπει τη [[σύγκριση]] με λιθ. <i>semiu</i> «[[αντλώ]]», (χεττ. <i>han</i> «[[αντλώ]] [[νερό]]», <b>αρχ.</b> <i>αμώμαι</i> (II), <b>λατ.</b> <i>sentina</i>. Ο τ. [[άντλος]] χρησιμοποιείται αρχικά ως [[ναυτικός]] όρος για να προσδιορίσει το «εσωτερικό [[κοίλο]] του πλοίου» [[αλλά]] και το «[[νερό]] που συγκεντρώνεται στο [[αμπάρι]] πλοίου». Μτφ. σημαίνει «τον σωρό σταριού που δεν έχει [[ακόμη]] λιχνιστεί», ενώ στον <b>Ησύχ.</b> απαντά η φρ. [[ἄντλον]] δέχεσθαι</i> «[[κάνω]] νερά». Το ουδ. [[ἄντλον]] μαρτυρείται ήδη στη Μυκην. ως όνομα δοχείου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αντλία]], [[αντλώ]]. <b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> αντλίαν -τλητήρ].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄντλος:''' ὁ, (πιθ. αντί [[ἀνά]]-τλος, η [[ρίζα]] του <i>-τλος</i> είναι <i>ΤΛΕ</i>, [[τλάω]])·<br /><b class="num">1.</b> το κοίλο [[μέρος]] του πλοίου, όπου κατακάθονται τα βρωμόνερα, Λατ. [[sentina]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> βρωμόνερα, «[[σεντίνα]]» στο κοίλο [[μέρος]], σε Ευρ.· [[ἄντλον]] οὐκ ἐδέξατο, δεν επέτρεψε την [[εισροή]] βρωμόνερων, μεταφ. αντί «δεν άφησε κανέναν εχθρό να εισέλθει, σε Αισχύλ.· εἰς [[ἄντλον]] ἐμβαίνειν [[πόδα]], μεταφ., [[εμπίπτω]] σε [[δυσκολία]], σε Ευρ.
}}
}}