Anonymous

ἀποδεκατόω: Difference between revisions

From LSJ
3
(strοng)
(3)
Line 21: Line 21:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[ἀπό]] and [[δεκατόω]]; to [[tithe]] (as [[debtor]] or [[creditor]]): ([[give]], [[pay]], [[take]]) [[tithe]].
|strgr=from [[ἀπό]] and [[δεκατόω]]; to [[tithe]] (as [[debtor]] or [[creditor]]): ([[give]], [[pay]], [[take]]) [[tithe]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεκᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από ένα [[πράγμα]], [[πληρώνω]] τη [[δεκάτη]] ([[φόρος]]), <i>πάντα</i>, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀποδεκατόω]] τινά, [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] από κάποιον, στο ίδ.
}}
}}