Anonymous

ἀποδεκατόω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδεκᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από ένα [[πράγμα]], [[πληρώνω]] τη [[δεκάτη]] ([[φόρος]]), <i>πάντα</i>, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀποδεκατόω]] τινά, [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] από κάποιον, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀποδεκᾰτόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[λαμβάνω]] το ένα δέκατο από ένα [[πράγμα]], [[πληρώνω]] τη [[δεκάτη]] ([[φόρος]]), <i>πάντα</i>, σε Καινή Διαθήκη· [[ἀποδεκατόω]] τινά, [[λαμβάνω]] τη [[δεκάτη]] από κάποιον, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδεκᾰτόω:''' v. l. [[ἀποδεκατεύω|ἀποδεκᾰτεύω]]<br /><b class="num">1)</b> платить десятину: ἀ. τι NT платить десятину с чего-л.;<br /><b class="num">2)</b> взимать десятину, облагать десятиной (τὸν λαόν NT).
}}
}}