Anonymous

ἀπολούω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>βλ.</b> [[απολούζω]].
|mltxt=<b>βλ.</b> [[απολούζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολούω:''' ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀπέλου</i>· μέλ. <i>-λούσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έλουσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>ἅλμην ὤμοιν ἀπολούεσθαι</i>, [[ξεπλένω]] την [[άλμη]] από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καθαρίζω]] με το [[πλύσιμο]] κάποιου, [[αποκαθαίρω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., [[λούζω]] τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον</i>, [[ξεπλένω]] το [[αίμα]] από τις πληγές του, τον [[καθαρίζω]] από τα αίματα, στο ίδ.
}}
}}