Anonymous

ἀπολούω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπολούω:''' ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀπέλου</i>· μέλ. <i>-λούσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έλουσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>ἅλμην ὤμοιν ἀπολούεσθαι</i>, [[ξεπλένω]] την [[άλμη]] από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καθαρίζω]] με το [[πλύσιμο]] κάποιου, [[αποκαθαίρω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., [[λούζω]] τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον</i>, [[ξεπλένω]] το [[αίμα]] από τις πληγές του, τον [[καθαρίζω]] από τα αίματα, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀπολούω:''' ποιητ. γʹ ενικ. παρατ. <i>ἀπέλου</i>· μέλ. <i>-λούσω</i>, αόρ. αʹ <i>-έλουσα</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ. πράγμ., [[ξεπλένω]] τη βρωμιά, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., <i>ἅλμην ὤμοιν ἀπολούεσθαι</i>, [[ξεπλένω]] την [[άλμη]] από τους ώμους μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. προσ., [[καθαρίζω]] με το [[πλύσιμο]] κάποιου, [[αποκαθαίρω]], σε Αριστοφ. — Μέσ., [[λούζω]] τον εαυτό μου, πλένομαι, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">3.</b> με αιτ. προσ. και πράγμ., <i>Πάτροκλον λοῦσαι ἄποβρότον</i>, [[ξεπλένω]] το [[αίμα]] από τις πληγές του, τον [[καθαρίζω]] από τα αίματα, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπολούω:''' <b class="num">1)</b> смывать (βρότον Hom.);<br /><b class="num">2)</b> med. смывать с себя (ἅλμην ὤμοιϊν Hom.); умываться, купаться Hom., Luc.;<br /><b class="num">3)</b> мыть, умывать (τι Plut. и τινά Arph., Plut.).
}}
}}