Anonymous

ἀποκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποκινδυνεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] επικίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο άλλου<br /><b>2.</b> (παθ., -ομαι) [[περιέρχομαι]] στον έσχατο κίνδυνο.
|mltxt=[[ἀποκινδυνεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]] επικίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]]<br /><b>2.</b> δεν [[συμμετέχω]] στον κίνδυνο άλλου<br /><b>2.</b> (παθ., -ομαι) [[περιέρχομαι]] στον έσχατο κίνδυνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιχειρώ]] ριψοκίνδυνη [[προσπάθεια]] ή παράτολμο [[εγχείρημα]], κάνω ένα απονενοημένο [[διάβημα]], ρίχνομαι στον έσχατο κίνδυνο, [[πρός]] τινα, [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.· με απαρ., <i>ἀποκινδυνεύειν σοφόν τι λέγειν</i>, σε Αριστοφ.· Παθ., [[περιέρχομαι]] στον έσχατο κίνδυνο, σε Θουκ.
}}
}}