Anonymous

ἀποκινδυνεύω: Difference between revisions

From LSJ
1a
(3)
(1a)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιχειρώ]] ριψοκίνδυνη [[προσπάθεια]] ή παράτολμο [[εγχείρημα]], κάνω ένα απονενοημένο [[διάβημα]], ρίχνομαι στον έσχατο κίνδυνο, [[πρός]] τινα, [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.· με απαρ., <i>ἀποκινδυνεύειν σοφόν τι λέγειν</i>, σε Αριστοφ.· Παθ., [[περιέρχομαι]] στον έσχατο κίνδυνο, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποκινδῡνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[επιχειρώ]] ριψοκίνδυνη [[προσπάθεια]] ή παράτολμο [[εγχείρημα]], κάνω ένα απονενοημένο [[διάβημα]], ρίχνομαι στον έσχατο κίνδυνο, [[πρός]] τινα, [[εναντίον]] κάποιου, σε Θουκ.· με απαρ., <i>ἀποκινδυνεύειν σοφόν τι λέγειν</i>, σε Αριστοφ.· Παθ., [[περιέρχομαι]] στον έσχατο κίνδυνο, σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to make a [[bold]] [[attempt]] or [[venture]], try a [[forlorn]] [[hope]], πρός τινα [[against]] [[another]], Thuc.; c. inf., ἀποκινδυνεύετον σοφόν τι λέγειν Ar.:—Pass., to be put to the [[uttermost]] [[hazard]], Thuc.
}}
}}