Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀπαμβλύνω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀπαμβλύνω]])<br />[[μειώνω]] την [[οξύτητα]] ή την [[ένταση]], [[περιορίζω]] [[μετριάζω]] («[[απαμβλύνω]] τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αμβλύ, [[εξασθενίζω]] την [[κόψη]] του<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[αμβλύς]], [[χάνω]] την [[οξύτητα]] και τη [[δύναμη]] μου.
|mltxt=(Α [[ἀπαμβλύνω]])<br />[[μειώνω]] την [[οξύτητα]] ή την [[ένταση]], [[περιορίζω]] [[μετριάζω]] («[[απαμβλύνω]] τις ανισότητες, τις αδικίες κ.λπ.»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] αμβλύ, [[εξασθενίζω]] την [[κόψη]] του<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[γίνομαι]] [[αμβλύς]], [[χάνω]] την [[οξύτητα]] και τη [[δύναμη]] μου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαμβλύνω:''' [ῦ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[αμβλύνω]], [[στομώνω]] την [[αιχμή]] ενός ξίφους· μεταφ., τεθηγμένον [[τοί]] μ' οὐκ ἀπαμβλύνεις λόγῳ, σε Αισχύλ. — Παθ., αμβλύνομαι, [[στομώνω]], χάνω τη διαπεραστική [[αιχμή]] του, στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}