Anonymous

δεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ
3
(9)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δεσμεύω]]) [[δεσμός]]<br /><b>1.</b> [[δένω]]<br /><b>2.</b> [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[δέσμευση]] νομική ή [[ηθική]] με [[έγγραφο]], [[υπόσχεση]], όρκο κ.λπ.<br /><b>2.</b> «δεσμεύονται οι καταθέσεις» — απαγορεύεται [[μετά]] από κρατική [[απόφαση]] η [[ανάληψη]] καταθέσεων με σκοπό ν' αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι για την [[υπόσταση]] του κράτους ή της οικονομίας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] ([[πλοίο]] στη [[στεριά]])<br /><b>μσν.</b><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ακίνητο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[ελέγχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[κάνω]] δεμάτια<br /><b>3.</b> [[δελεάζω]], [[παγιδεύω]].
|mltxt=(AM [[δεσμεύω]]) [[δεσμός]]<br /><b>1.</b> [[δένω]]<br /><b>2.</b> [[φυλακίζω]]<br /><b>3.</b> [[συγκρατώ]], [[περιορίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον [[δέσμευση]] νομική ή [[ηθική]] με [[έγγραφο]], [[υπόσχεση]], όρκο κ.λπ.<br /><b>2.</b> «δεσμεύονται οι καταθέσεις» — απαγορεύεται [[μετά]] από κρατική [[απόφαση]] η [[ανάληψη]] καταθέσεων με σκοπό ν' αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι για την [[υπόσταση]] του κράτους ή της οικονομίας<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[δένω]] ([[πλοίο]] στη [[στεριά]])<br /><b>μσν.</b><br />[[κρατώ]] [[κάτι]] ή κάποιον ακίνητο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιορίζω]], [[ελέγχω]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[δένω]], [[κάνω]] δεμάτια<br /><b>3.</b> [[δελεάζω]], [[παγιδεύω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δεσμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεσμός]]), [[βάζω]] σε [[δεσμά]], [[φυλακίζω]] με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· [[δένω]], [[σφίγγω]] μαζί, [[δεματιάζω]], όπως τα στάχυα στο [[δεμάτι]], σε Ησίοδ.
}}
}}