Anonymous

δεσμεύω: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δεσμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεσμός]]), [[βάζω]] σε [[δεσμά]], [[φυλακίζω]] με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· [[δένω]], [[σφίγγω]] μαζί, [[δεματιάζω]], όπως τα στάχυα στο [[δεμάτι]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''δεσμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[δεσμός]]), [[βάζω]] σε [[δεσμά]], [[φυλακίζω]] με αλυσίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ευρ.· [[δένω]], [[σφίγγω]] μαζί, [[δεματιάζω]], όπως τα στάχυα στο [[δεμάτι]], σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''δεσμεύω:''' <b class="num">1)</b> вязать, связывать (τινά HH, Eur.; λαμπάδας Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> связывать в снопы Hes.;<br /><b class="num">3)</b> спутывать (τὰ ἐμπρόσθια σκέλη τῶν ἐλεφάντων Arst.);<br /><b class="num">4)</b> досл. взнуздывать, перен. обуздывать (παῖδας χαλινοῖς τισι Plat.; τὰς ὁρμάς τινος Plut.);<br /><b class="num">5)</b> привязывать (τὰς κύνας Arst.).
}}
}}