Anonymous

πρᾶγμα: Difference between revisions

From LSJ
4,660 bytes added ,  30 December 2018
6
(33)
(6)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και [[πράμα]] Ν, και ιων. τ. [[πρῆχμα]] και [[πρῆγμα]], Α<br /><b>1.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πλάσματα της φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) [[καθετί]] που υπάρχει, [[καθετί]] που έχει αντικειμενική [[υπόσταση]] και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις<br /><b>2.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] [[πρόσωπο]] ή ζώο) [[κάθε]] άψυχο υλικό [[σώμα]] («[[υποκείμενο]] του ρήματος καλείται [[κάθε]] [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], για το οποίο γίνεται [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> [[γεγονός]] (α. «να σάς διηγηθώ πώς έγινε το [[πράγμα]]» β. «πρὸς τὸ πρᾱγμα καὶ τὴν ἀλήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ζήτημα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]] (α. «δεν [[είναι]] [[έτσι]] το [[πράγμα]]» β. «γράφοντες μαρτυρίες οὐδὲν πρὸς τὸ πρᾱγμα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που κατέχει [[κανείς]], [[περιουσία]], [[κτήμα]] (α. «δεν μού αρέσει να μοιράζομαι με άλλους τα πράγματά μου» β. «ἐν ᾦπέρ ἔστι [[πάντα]] μοι τὰ πράγματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πράγματα</i><br />α) (γενικά) (σχετικά με [[πολιτεία]], [[κοινωνία]], [[άτομο]]) περιστάσεις, υποθέσεις, υπάρχουσα [[κατάσταση]] (α. «[[τώρα]] τελευταία τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά» β. «ἐν τοιούτοις δὲ ὄντες πρήγμασι συμβουλευόμεθά σοι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) δημόσιες υποθέσεις, [[πολιτική]] [[κατάσταση]] (α. «αν δεν αλλάξουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάμε [[μπροστά]]» β. «ἐστ' ἐν ἡμῑν τῆς πόλεως τὰ πράγματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) [[εργασία]], [[ασχολία]] (α. «έχω [[πολλά]] πράγματα να [[κάνω]]» β. «[[οὔτε]] ἐμαυτοῡ [[οὔτε]] ἀλλότρια πράγματα πράξας», Λυσ.)<br />δ) ενοχλήσεις, δυσκολίες, στενοχώριες (α. «[[συνεχώς]] δημιουργεί πράγματα» β. «ἁπάντων αἰτίων τῶν πραγμάτων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐν τοῑς πράγμασι» — αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι κυβερνώντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] ενσώματο [[αντικείμενο]] της απρόσωπης φύσης που μπορεί αυτοτελώς να κατέχεται και να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων και τών πάσης φύσεως φυσικών δυνάμεων που ως ελεγχόμενες ποσότητες υπόκεινται σε ανθρώπινη [[εκμετάλλευση]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[καθετί]] το οποίο μπορεί να τεθεί ως [[αντικείμενο]] της σκέψης και του οποίου την ύπαρξη μπορούμε να υποθέσουμε, να δεχθούμε ή να αρνηθούμε<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που παράγει [[κανείς]], [[προϊόν]] («[[φέτος]] ο [[κήπος]] θα έχει πολύ [[πράγμα]]»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]] («αυτό το [[κατάστημα]] έχει [[πολλά]] πράγματα»)<br /><b>5.</b> [[αιδοίο]] ή [[πέος]]<br /><b>6.</b> (στην [[Κρήτη]] ως επίρρ. σε αρνητική προτ.) [[τίποτε]], [[καθόλου]] («δεν [[κατέχω]] [[πράγμα]]» — δεν [[γνωρίζω]] [[τίποτε]])<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πράγματα</i> και <i>πράματα</i><br />α) αποσκευές («σε αυτό το [[ταξίδι]] δεν θα πάρω [[πολλά]] πράγματα»)<br />β) βοσκήματα, ζώα («έβγαλε τα πράγματα για [[βοσκή]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πράγμα]] καθ' εαυτό»<br /><b>(φιλοσ.)</b> όρος του Καντ που σημαίνει την απόλυτη, [[δηλαδή]] ανεξάρτητη από τη γνωστική [[δυνατότητα]] του ανθρώπου, [[ιδιότητα]] του όντος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[φαινόμενο]], που συνδέεται με τη γνωστική [[δυνατότητα]] του ανθρώπου, ενώ το [[πράγμα]] καθ' εαυτό [[είναι]] [[νοούμενο]] [[αλλά]] απρόσιτο στην ανθρώπινη [[γνώση]]<br />β) «σπουδαίο [[πράγμα]]»<br />i) σημαντική, αξιόλογη [[υπόθεση]] ή [[ασχολία]] («σπουδαίο [[πράγμα]] να [[είναι]] [[κανείς]] [[ελεύθερος]]»)<br />ii) ασήμαντη [[υπόθεση]] ή [[ασχολία]] («τί, σπουδαίο [[πράγμα]] που πήγε [[ταξίδι]] στο εξωτερικό;»)<br />γ) «[[σιγά]] το [[πράγμα]]» — λέγεται για να δηλώσει [[κάτι]] το ασήμαντο<br />δ) «τί [[πράγμα]] [[είναι]] αυτός;» — τί είδους [[άνθρωπος]] [[είναι]] αυτός;<br />ε) «τί πράγματα [[είναι]] αυτά;» — τί [[συμπεριφορά]], τί [[διαγωγή]] [[είναι]] αυτή;<br />στ) «[[είμαι]] [[[μέσα]]] στα πράγματα»<br />i) [[ανήκω]] στο κυβερνών [[κόμμα]]<br />ii) [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]] που μού δίνει τη [[δυνατότητα]] να [[είμαι]] ενημερωμένος για ό,τι συμβαίνει<br />iii) (ειρωνικά) [[είμαι]] στο [[κέφι]], [[είμαι]] μεθυσμένος<br />ζ) «σού [[είναι]] αυτός ένα [[πράγμα]] [ή ένα [[πραγματάκι]]]» — λέγεται για άνθρωπο πολύ πονηρό, στον οποίο δεν μπορεί να έχει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]]<br />η) «[[δημόσια]] πράγματα» — οι κρατικές υποθέσεις<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται την κατάλληλη [[στιγμή]] για να έχει [[νόημα]], [[αξία]]<br />β) «άμα ζεις και δίνεις [[πράμα]], θέλεις μια με την [[καμπάνα]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[είναι]] [[αφελής]] και [[άμυαλος]] όποιος μοιράζει την [[περιουσία]] του, ενώ [[είναι]] [[ακόμη]] εν ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σπουδαίο, σημαντικό [[αντικείμενο]] ή [[έργο]] («ὡς [[οὐδέν]] ὃν πρᾱγμα, εἰ καὶ αποθάνοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' ευφημισμό) υποκείμενον «καὶ σοφισταῑς οὐκ ἐκχωρεῑν μέμφεσθαι τούτῳ τῷ [[πράγματι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] ωφέλιμο ή αναγκαίο<br /><b>4.</b> [[μάχη]] που έχει ήδη διεξαχθεί («ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῡ πράγματος ἀπέφυγον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> η ερωτική [[υπόθεση]] του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος<br /><b>6.</b> (μόνον στον τ. [[πρῆχμα]]) [[ποσό]] χρημάτων που εισπράχθηκαν<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πράγματα</i><br />α) [[κατάσταση]] ασθενούς («τὰ τῶν νοσεόντων πράγματα», Ιπποκρ.)<br />β) [[πολιτεία]], [[κράτος]], [[αυτοκρατορία]] («τὰ Περσικὰ πράγματα» — το περσικό [[κράτος]], η περσική [[δύναμη]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κυβέρνηση]], [[διοίκηση]] («[[δυναστεία]] ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[κόσμος]] και τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται («εἴ τις ἐξ ἀρχῆς τὰ πράγματα φυόμενα βλέψειεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «γυναίου πρᾱγμα ποιῶ» — [[κάνω]] γυναικεία καμώματα<br />β) «τὰ μετέωρα πράγματα» — αυτά που βρίσκονται στον ουρανό<br />γ) «ἄμαχον πρᾱγμα» — [[γυναίκα]]<br />δ) «πρῆγμά ἐστι [ή ἐστί] μοι»<br />(με [[απαρέμφατο]]) i) [[είναι]] καλό ή αναγκαίο να...<br />ii) [[είναι]] [[έργο]] ή [[καθήκον]] μου να...<br />ε) «τὸ σὸν τί ἐστι πρᾱγμα;» — με τί ασχολείσαι; στ) «μέγα πρᾱγμα» — πολύ [[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]<br />ζ) «μέγιστον πρᾱγμα [[[εἰμὶ]]] [[παρά]] τινι» — εκτιμούμαι πολύ από κάποιον<br />η) «νεώτερα πράγματα» — νεωτερισμοί, καινοτομίες<br />θ) «οἱ ἐπὶ τοῑς πράγμασι ὄντες» ή «οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — οι κυβερνώντες<br />ι) «ὁ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — [[τίτλος]] ανώτατου υπαλλήλου στο [[κράτος]] τών Σελευκιδών<br />ια) «πράγματα ἔχω» — ενοχλούμαι με [[κάτι]]<br />ιβ) «πράγματα [[παρέχω]] τινι» — [[ενοχλώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πρᾶγμα]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πρᾱγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, ενώ ο τ. [[πρήχμα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>πρᾱκσμα</i> ή <i>πρᾱγ</i>-<i>σμα</i>].
|mltxt=το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και [[πράμα]] Ν, και ιων. τ. [[πρῆχμα]] και [[πρῆγμα]], Α<br /><b>1.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα πλάσματα της φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) [[καθετί]] που υπάρχει, [[καθετί]] που έχει αντικειμενική [[υπόσταση]] και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις<br /><b>2.</b> (σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] [[πρόσωπο]] ή ζώο) [[κάθε]] άψυχο υλικό [[σώμα]] («[[υποκείμενο]] του ρήματος καλείται [[κάθε]] [[πρόσωπο]], ζώο ή [[πράγμα]], για το οποίο γίνεται [[λόγος]]»)<br /><b>3.</b> [[γεγονός]] (α. «να σάς διηγηθώ πώς έγινε το [[πράγμα]]» β. «πρὸς τὸ πρᾱγμα καὶ τὴν ἀλήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[ζήτημα]] για το οποίο γίνεται [[λόγος]] (α. «δεν [[είναι]] [[έτσι]] το [[πράγμα]]» β. «γράφοντες μαρτυρίες οὐδὲν πρὸς τὸ πρᾱγμα», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> [[καθετί]] που κατέχει [[κανείς]], [[περιουσία]], [[κτήμα]] (α. «δεν μού αρέσει να μοιράζομαι με άλλους τα πράγματά μου» β. «ἐν ᾦπέρ ἔστι [[πάντα]] μοι τὰ πράγματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πράγματα</i><br />α) (γενικά) (σχετικά με [[πολιτεία]], [[κοινωνία]], [[άτομο]]) περιστάσεις, υποθέσεις, υπάρχουσα [[κατάσταση]] (α. «[[τώρα]] τελευταία τα πράγματα δεν πηγαίνουν και τόσο καλά» β. «ἐν τοιούτοις δὲ ὄντες πρήγμασι συμβουλευόμεθά σοι», <b>Ξεν.</b>)<br />β) δημόσιες υποθέσεις, [[πολιτική]] [[κατάσταση]] (α. «αν δεν αλλάξουν τα πράγματα, δεν πρόκειται να πάμε [[μπροστά]]» β. «ἐστ' ἐν ἡμῑν τῆς πόλεως τὰ πράγματα», <b>Αριστοφ.</b>)<br />γ) [[εργασία]], [[ασχολία]] (α. «έχω [[πολλά]] πράγματα να [[κάνω]]» β. «[[οὔτε]] ἐμαυτοῡ [[οὔτε]] ἀλλότρια πράγματα πράξας», Λυσ.)<br />δ) ενοχλήσεις, δυσκολίες, στενοχώριες (α. «[[συνεχώς]] δημιουργεί πράγματα» β. «ἁπάντων αἰτίων τῶν πραγμάτων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «οἱ ἐν τοῑς πράγμασι» — αυτοί που βρίσκονται στην [[εξουσία]], οι κυβερνώντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(νομ.)</b> [[κάθε]] ενσώματο [[αντικείμενο]] της απρόσωπης φύσης που μπορεί αυτοτελώς να κατέχεται και να χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο, συμπεριλαμβανομένων και τών πάσης φύσεως φυσικών δυνάμεων που ως ελεγχόμενες ποσότητες υπόκεινται σε ανθρώπινη [[εκμετάλλευση]]<br /><b>2.</b> <b>(φιλοσ.)</b> [[καθετί]] το οποίο μπορεί να τεθεί ως [[αντικείμενο]] της σκέψης και του οποίου την ύπαρξη μπορούμε να υποθέσουμε, να δεχθούμε ή να αρνηθούμε<br /><b>3.</b> [[καθετί]] που παράγει [[κανείς]], [[προϊόν]] («[[φέτος]] ο [[κήπος]] θα έχει πολύ [[πράγμα]]»)<br /><b>4.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[εμπόρευμα]], [[πραμάτεια]] («αυτό το [[κατάστημα]] έχει [[πολλά]] πράγματα»)<br /><b>5.</b> [[αιδοίο]] ή [[πέος]]<br /><b>6.</b> (στην [[Κρήτη]] ως επίρρ. σε αρνητική προτ.) [[τίποτε]], [[καθόλου]] («δεν [[κατέχω]] [[πράγμα]]» — δεν [[γνωρίζω]] [[τίποτε]])<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα πράγματα</i> και <i>πράματα</i><br />α) αποσκευές («σε αυτό το [[ταξίδι]] δεν θα πάρω [[πολλά]] πράγματα»)<br />β) βοσκήματα, ζώα («έβγαλε τα πράγματα για [[βοσκή]]»)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πράγμα]] καθ' εαυτό»<br /><b>(φιλοσ.)</b> όρος του Καντ που σημαίνει την απόλυτη, [[δηλαδή]] ανεξάρτητη από τη γνωστική [[δυνατότητα]] του ανθρώπου, [[ιδιότητα]] του όντος, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[φαινόμενο]], που συνδέεται με τη γνωστική [[δυνατότητα]] του ανθρώπου, ενώ το [[πράγμα]] καθ' εαυτό [[είναι]] [[νοούμενο]] [[αλλά]] απρόσιτο στην ανθρώπινη [[γνώση]]<br />β) «σπουδαίο [[πράγμα]]»<br />i) σημαντική, αξιόλογη [[υπόθεση]] ή [[ασχολία]] («σπουδαίο [[πράγμα]] να [[είναι]] [[κανείς]] [[ελεύθερος]]»)<br />ii) ασήμαντη [[υπόθεση]] ή [[ασχολία]] («τί, σπουδαίο [[πράγμα]] που πήγε [[ταξίδι]] στο εξωτερικό;»)<br />γ) «[[σιγά]] το [[πράγμα]]» — λέγεται για να δηλώσει [[κάτι]] το ασήμαντο<br />δ) «τί [[πράγμα]] [[είναι]] αυτός;» — τί είδους [[άνθρωπος]] [[είναι]] αυτός;<br />ε) «τί πράγματα [[είναι]] αυτά;» — τί [[συμπεριφορά]], τί [[διαγωγή]] [[είναι]] αυτή;<br />στ) «[[είμαι]] [[[μέσα]]] στα πράγματα»<br />i) [[ανήκω]] στο κυβερνών [[κόμμα]]<br />ii) [[κατέχω]] σημαντική [[θέση]] που μού δίνει τη [[δυνατότητα]] να [[είμαι]] ενημερωμένος για ό,τι συμβαίνει<br />iii) (ειρωνικά) [[είμαι]] στο [[κέφι]], [[είμαι]] μεθυσμένος<br />ζ) «σού [[είναι]] αυτός ένα [[πράγμα]] [ή ένα [[πραγματάκι]]]» — λέγεται για άνθρωπο πολύ πονηρό, στον οποίο δεν μπορεί να έχει [[κανείς]] [[εμπιστοσύνη]]<br />η) «[[δημόσια]] πράγματα» — οι κρατικές υποθέσεις<br /><b>9.</b> <b>παροιμ.</b> α) «[[κάθε]] [[πράμα]] στον καιρό του κι ο [[κολιός]] τον Αύγουστο» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[καθετί]] [[πρέπει]] να γίνεται την κατάλληλη [[στιγμή]] για να έχει [[νόημα]], [[αξία]]<br />β) «άμα ζεις και δίνεις [[πράμα]], θέλεις μια με την [[καμπάνα]]» — λέγεται για να δηλώσει ότι [[είναι]] [[αφελής]] και [[άμυαλος]] όποιος μοιράζει την [[περιουσία]] του, ενώ [[είναι]] [[ακόμη]] εν ζωή<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> σπουδαίο, σημαντικό [[αντικείμενο]] ή [[έργο]] («ὡς [[οὐδέν]] ὃν πρᾱγμα, εἰ καὶ αποθάνοι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' ευφημισμό) υποκείμενον «καὶ σοφισταῑς οὐκ ἐκχωρεῑν μέμφεσθαι τούτῳ τῷ [[πράγματι]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καθετί]] ωφέλιμο ή αναγκαίο<br /><b>4.</b> [[μάχη]] που έχει ήδη διεξαχθεί («ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῡ πράγματος ἀπέφυγον», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> η ερωτική [[υπόθεση]] του Αρμοδίου και του Αριστογείτονος<br /><b>6.</b> (μόνον στον τ. [[πρῆχμα]]) [[ποσό]] χρημάτων που εισπράχθηκαν<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ πράγματα</i><br />α) [[κατάσταση]] ασθενούς («τὰ τῶν νοσεόντων πράγματα», Ιπποκρ.)<br />β) [[πολιτεία]], [[κράτος]], [[αυτοκρατορία]] («τὰ Περσικὰ πράγματα» — το περσικό [[κράτος]], η περσική [[δύναμη]], <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[κυβέρνηση]], [[διοίκηση]] («[[δυναστεία]] ὀλίγων ἀνδρῶν εἶχε τὰ πράγματα», <b>Θουκ.</b>)<br />δ) ο [[κόσμος]] και τα στοιχεία από τα οποία αποτελείται («εἴ τις ἐξ ἀρχῆς τὰ πράγματα φυόμενα βλέψειεν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «γυναίου πρᾱγμα ποιῶ» — [[κάνω]] γυναικεία καμώματα<br />β) «τὰ μετέωρα πράγματα» — αυτά που βρίσκονται στον ουρανό<br />γ) «ἄμαχον πρᾱγμα» — [[γυναίκα]]<br />δ) «πρῆγμά ἐστι [ή ἐστί] μοι»<br />(με [[απαρέμφατο]]) i) [[είναι]] καλό ή αναγκαίο να...<br />ii) [[είναι]] [[έργο]] ή [[καθήκον]] μου να...<br />ε) «τὸ σὸν τί ἐστι πρᾱγμα;» — με τί ασχολείσαι; στ) «μέγα πρᾱγμα» — πολύ [[σπουδαίος]] [[άνθρωπος]]<br />ζ) «μέγιστον πρᾱγμα [[[εἰμὶ]]] [[παρά]] τινι» — εκτιμούμαι πολύ από κάποιον<br />η) «νεώτερα πράγματα» — νεωτερισμοί, καινοτομίες<br />θ) «οἱ ἐπὶ τοῑς πράγμασι ὄντες» ή «οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — οι κυβερνώντες<br />ι) «ὁ ἐπὶ τῶν πραγμάτων» — [[τίτλος]] ανώτατου υπαλλήλου στο [[κράτος]] τών Σελευκιδών<br />ια) «πράγματα ἔχω» — ενοχλούμαι με [[κάτι]]<br />ιβ) «πράγματα [[παρέχω]] τινι» — [[ενοχλώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[πρᾶγμα]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πραγ</i>- του [[πράττω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>πέ</i>-<i>πρᾱγ</i>-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>, ενώ ο τ. [[πρήχμα]] πιθ. <span style="color: red;"><</span> <i>πρᾱκσμα</i> ή <i>πρᾱγ</i>-<i>σμα</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρᾶγμα:''' Ιων. [[πρῆγμα]], τό ([[πράσσω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, [[έργο]], [[πράξη]], Λατ. [[facinus]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[τῶν]] πραγμάτων [[πλέον]], περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ [[πρᾶγμα]]; ποιο είναι το [[έργο]] της ζωής [[σου]]; σε Πλάτ.· <i>γυναίου πράγματος ποιεῖν</i>, κάνω γυναικείες δουλειές, σε Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> όπως Λατ. [[res]], [[πράγμα]], [[υπόθεση]], [[εργασία]], σε Ηρόδ., Αττ.· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις [[εἶναι]] οὐδὲν [[πρᾶγμα]], δεν είχαν [[τίποτα]] κοινό, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> οτιδήποτε απαραίτητο ή [[συμφέρον]], <i>πρῆγμά ἐστι</i>, με απαρ., είναι απαραίτητο, [[συμφέρον]] να γίνει, είναι [[καθήκον]] μου ή υποχρέωσή μου να κάνω, όπως Λατ. [[opus]] est, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[πράγμα]] που έχει [[σημασία]] ή [[σπουδαιότητα]], [[πρᾶγμα]] ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· λέγεται για [[πρόσωπο]], ἦν μέγιστον [[πρᾶγμα]] Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, απολάμβανε μεγάλες τιμές από τον βασιλιά, στον ίδ.· ἄμαχον [[πρᾶγμα]], λέγεται για [[γυναίκα]], σε Ξεν.· ἀσταθμητότατον [[πρᾶγμα]] ὁ [[δῆμος]], σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[μάχη]], όπως λέμε [[πράξη]], [[δράση]], [[ενασχόληση]], σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> ευφημ., λέγεται για [[κάτι]] [[κακό]] ή αισχρό, [[πράγμα]], [[ασχολία]], σε Θουκ.· Εὐρυβάτου [[πρᾶγμα]], οὐ πόλεως [[ἔργον]], η δουλειά του, σε Δημ.<br /><b class="num">III.</b> στον πληθ. <i>πράγματα</i>,<br /><b class="num">1.</b> περιστάσεις, υποθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.· τοῖς πράγμασιν [[τέθνηκα]] τοῖς δ' ἔργοισι δ' οὔ, από τις περιστάσεις, όχι από τα έργα, σε Ευρ.· <i>ἀπηλλάχθαι πραγμάτων</i>, είμαι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της ζωής, σε Πλάτ.· ἀποτυγχάνειν [[τῶν]] πραγμάτων, [[αστοχώ]] στην [[επιτυχία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> οι υποθέσεις της πόλης, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>τὰ πολιτικὰ πράγματα</i>, σε Πλάτ.· επίσης, <i>τὰ Περσικὰ πράγματα</i>, η περσική [[δύναμη]], σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς ναυσὶ [[τῶν]] Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, σε Θουκ.· <i>καταλαμβάνειν τὰ πράγματα</i>, [[καταλαμβάνω]] τη [[διακυβέρνηση]], Λατ. rerum potiri, στον ίδ.· <i>ἔχειν</i>, <i>κατέχειν τὰ πράγματα</i>, στον ίδ.· <i>οἱ ἐν τοῖς πράγμασι</i>, όπως <i>οἱ ἐν τέλει</i>, αυτοί που είναι στην [[εξουσία]] ή τελούν σε [[αξίωμα]], άρχοντες, στον ίδ.· <i>οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντες</i>, οἱ ἐπὶ [[τῶν]] πραγμάτων, σε Δημ.· <i>νεώτερα πράγματα</i>, καινοτομίες, Λατ. [[res]] novae, σε Οράτ.<br /><b class="num">3.</b> ιδιωτικές υποθέσεις ή περιστάσεις του ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">4.</b> με αρνητική [[σημασία]], ενοχλητική [[εργασία]], [[ενόχληση]], [[δυσφορία]], σε Αριστοφ.· <i>πράγματα ἔχειν</i>, με μτχ., έχω ενοχλήσεις ως προς κάποιο [[πράγμα]], σε Ηρόδ.· <i>πράγματα παρέχειν τινί</i>, [[προκαλώ]] σε κάποιον [[ενόχληση]], στον ίδ.· με απαρ., [[προκαλώ]] κάποιον να κάνει, τον [[υποκινώ]] να ενεργήσει, σε Πλάτ.
}}
}}