Anonymous

συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ
6
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[διάγω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου με κάποιον.
|mltxt=Α [[διάγω]]<br /><b>1.</b> [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[περνώ]] τη ζωή μου με κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
}}
}}