Anonymous

συνδιάγω: Difference between revisions

From LSJ
nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
|lsmtext='''συνδιάγω:''' [ᾰ], μέλ. <i>-άξω</i>, περνώ την ώρα μου μαζί με ή [[διέρχομαι]] από κοινού· απόλ. (ενν. <i>τὸν βίον</i>), [[συζώ]], ζω μαζί με, [[συμβιώνω]], σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διάγω samen (met...) zijn leven doorbrengen; met dat., met μετά + gen. met iem.
}}
}}