Anonymous

βόειος: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[βόειος]], -α, -ον) [[βους]]<br />ο [[βοδινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βοείη</i> ή <i>βοέη</i><br />[[δέρμα]] βοδιού, [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> «βόεια ρήματα» — περήφανα, μεγάλα [[λόγια]].
|mltxt=-α, -ο (AM [[βόειος]], -α, -ον) [[βους]]<br />ο [[βοδινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>βοείη</i> ή <i>βοέη</i><br />[[δέρμα]] βοδιού, [[ασπίδα]] από [[δέρμα]] βοδιού<br /><b>2.</b> «βόεια ρήματα» — περήφανα, μεγάλα [[λόγια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βόειος:''' <i>-α</i>, <i>-ον</i> Ιων. [[βόεος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει σε [[βόδι]] ή βόδια, [[ιδίως]] αυτός που προέρχεται από [[δέρμα]] βοδιού, σε Όμηρ.· βόεα [[κρέα]], σε Ηρόδ.· [[γάλα]] βόειον, το [[γάλα]] της αγελάδας, σε Ευρ.· μεταφ., <i>βόεια ῥήματα</i>, «[[μεγάλα]] και παχιά» [[λόγια]] (πρβλ. [[βούπαις]] κ.λπ.), σε Αριστοφ. <b>II.=βοείη</b> ή [[βοέη]] (ενν. <i>δορή</i>), <i>ἡ</i>, [[προβιά]] βοδιού, [[ασπίδα]] φτιαγμένη από [[τομάρι]] βοδιού, σε Όμηρ.· γεν. πληθ., [[βοῶν]]· συνηρ. αντί <i>βοέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}