Anonymous

βόειος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόειος:''' <i>-α</i>, <i>-ον</i> Ιων. [[βόεος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει σε [[βόδι]] ή βόδια, [[ιδίως]] αυτός που προέρχεται από [[δέρμα]] βοδιού, σε Όμηρ.· βόεα [[κρέα]], σε Ηρόδ.· [[γάλα]] βόειον, το [[γάλα]] της αγελάδας, σε Ευρ.· μεταφ., <i>βόεια ῥήματα</i>, «[[μεγάλα]] και παχιά» [[λόγια]] (πρβλ. [[βούπαις]] κ.λπ.), σε Αριστοφ. <b>II.=βοείη</b> ή [[βοέη]] (ενν. <i>δορή</i>), <i>ἡ</i>, [[προβιά]] βοδιού, [[ασπίδα]] φτιαγμένη από [[τομάρι]] βοδιού, σε Όμηρ.· γεν. πληθ., [[βοῶν]]· συνηρ. αντί <i>βοέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βόειος:''' <i>-α</i>, <i>-ον</i> Ιων. [[βόεος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i> ([[βοῦς]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει σε [[βόδι]] ή βόδια, [[ιδίως]] αυτός που προέρχεται από [[δέρμα]] βοδιού, σε Όμηρ.· βόεα [[κρέα]], σε Ηρόδ.· [[γάλα]] βόειον, το [[γάλα]] της αγελάδας, σε Ευρ.· μεταφ., <i>βόεια ῥήματα</i>, «[[μεγάλα]] και παχιά» [[λόγια]] (πρβλ. [[βούπαις]] κ.λπ.), σε Αριστοφ. <b>II.=βοείη</b> ή [[βοέη]] (ενν. <i>δορή</i>), <i>ἡ</i>, [[προβιά]] βοδιού, [[ασπίδα]] φτιαγμένη από [[τομάρι]] βοδιού, σε Όμηρ.· γεν. πληθ., [[βοῶν]]· συνηρ. αντί <i>βοέων</i>, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόειος:''' <b class="num">1)</b> бычачий, воловий ([[δέρμα]] Hom.; [[κρέα]] Plat.): βόεια ῥήματα ирон. Arph. бычачьи, т. е. длинные слова;<br /><b class="num">2)</b> коровий ([[γάλα]] Eur., Arst.);<br /><b class="num">3)</b> из воловьей кожи (ἀσπίδες Hom.).
}}
}}