3,243,923
edits
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). | |mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προᾰγωγός:''' ὁ ([[προάγω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγεί σε [[κάτι]], [[μαστροπός]], [[σωματέμπορος]], [[προαγωγός]], σε Αριστοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβητής]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |