Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
6
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).
|mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προᾰγωγός:''' ὁ ([[προάγω]]),<br /><b class="num">1.</b> αυτός που οδηγεί σε [[κάτι]], [[μαστροπός]], [[σωματέμπορος]], [[προαγωγός]], σε Αριστοφ., Αισχίν.<br /><b class="num">2.</b> [[μεσολαβητής]], σε Ξεν.
}}
}}