Anonymous

προαγωγός: Difference between revisions

From LSJ
34
(Bailly1_4)
(34)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> négociateur.<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pousse en avant, qui pousse vers ; séducteur, corrupteur;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> négociateur.<br />'''Étymologie:''' [[προάγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η / [[προαγωγός]] ΝΑ [[προάγω]]<br />αυτός που εξωθεί, που παρακινεί στην [[πορνεία]], [[μαστροπός]], εκμαυλιστής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>ως επίθ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που οδηγεί [[κάπου]] («προαγωγὸν αἰεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον», Λογγίν.)<br /><b>2.</b> (για τον θεό) αυτός που παρέχει ή διανέμει [[κάτι]], ο [[χορηγός]]<br /><b>3.</b> <b>ως ουσ.</b> (με καλή σημ.) ο [[μεσίτης]] («ἀγαθόν σε ἔφη προαγωγὸν [[εἶναι]]», <b>Ξεν.</b>).
}}
}}