Anonymous

εὐεργής: Difference between revisions

From LSJ
4
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐεργής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς [[εὐεργής]]» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> (για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]) [[εύκολος]]<br /><b>4.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐεργέα</i><br />οι ευεργεσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>εργής</i>, [[λιθο]]-<i>εργής</i>].
|mltxt=[[εὐεργής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> ο καλά επεξεργασμένος, ο καλά κατασκευασμένος (α. «εὐεργέος ἔκπεσε δίφρου» β. «μία δ' ἤγαγε νηῡς [[εὐεργής]]» γ. «ἀμφ' ὤμοισιν ἔχουσ' εὐεργέα λώπην» δ. «χρυσοῡ... εὐεργέος ἑπτὰ τάλαντα»)<br /><b>2.</b> [[εύκολος]] στην [[κατεργασία]]<br /><b>3.</b> (για [[χειρουργική]] [[επέμβαση]]) [[εύκολος]]<br /><b>4.</b> [[αποτελεσματικός]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ εὐεργέα</i><br />οι ευεργεσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i>, (<span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>εργής</i>, [[λιθο]]-<i>εργής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος [[καλά]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] [[καμωμένος]]· πληθ., <i>εὐεργέα = εὐεργεσίαι</i>, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
}}
}}