Anonymous

εὐεργής: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος [[καλά]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] [[καμωμένος]]· πληθ., <i>εὐεργέα = εὐεργεσίαι</i>, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
|lsmtext='''εὐεργής:''' -ές (*[[ἔργω]]),·<br /><b class="num">1.</b> καλοδουλεμένος, καλοφτιαγμένος, λέγεται για άρματα, πλοία κ.λπ., σε Όμηρ.· λέγεται για χρυσό, επεξεργασμένος, κατεργασμένος [[καλά]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλά]] [[καμωμένος]]· πληθ., <i>εὐεργέα = εὐεργεσίαι</i>, ωφέλειες, υπηρεσίες, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐεργής:''' <b class="num">1)</b> хорошо сделанный, искусно сработанный ([[δίφρος]], [[λώπη]], [[νηῦς]] Hom.; [[πηδάλιον]] Hes.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо обработанный ([[χρυσός]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> (о делах) хороший, добрый: [[χάρις]] εὐεργέων Hom. благодарность за добрые дела.
}}
}}