3,277,226
edits
(16) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡνιοχικός]], -ή, -όν) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του να διευθύνει [[κάποιος]] [[άρμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να οδηγεί με τα [[ηνία]], ο [[επιδέξιος]] στο να οδηγεί [[άρμα]] («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του ηνιόχου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχικῶς</i> (Μ)<br />με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἡνιοχικός]], -ή, -όν) [[ηνίοχος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηνίοχο ή στην ήνιοχεία («ἡνιοχικόν [[εἶδος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ηνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του να διευθύνει [[κάποιος]] [[άρμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο [[ικανός]] να οδηγεί με τα [[ηνία]], ο [[επιδέξιος]] στο να οδηγεί [[άρμα]] («ἀνδρεῑοι καὶ ἡνιοχικοί», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἡνιοχική</i><br />η [[τέχνη]] του ηνιόχου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἡνιοχικῶς</i> (Μ)<br />με ηνιοχικό τρόπο, με τον τρόπο του ηνιόχου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ. | |||
}} | }} |