Anonymous

ἡνιοχικός: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡνιοχικός:''' обладающий мастерством возницы ([[εἶδος]] ψυχῆς Plat.).
}}
}}