3,277,286
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ. | |lsmtext='''ἡνιοχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για την [[οδήγηση]] ([[ἡνιοχεία]]), σε Πλάτ.· <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] της οδήγησης άρματος, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἡνιοχικός:''' обладающий мастерством возницы ([[εἶδος]] ψυχῆς Plat.). | |||
}} | }} |