3,273,773
edits
(6) |
(4b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰχύς:''' [ῠ], -εῖα, -ύ, λέγεται για [[κίνηση]],<br /><b class="num">Α. I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], γρήγορος, αντίθ. του [[βραδύς]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ταχὺς [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ταχὺ [[θέειν]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[σκέψη]] και σκοπό, γρήγορος, [[βιαστικός]], <i>φρονεῖν γάρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, σε Σοφ.· με απαρ., βλάπτειν [[ταχύς]], σε Αριστοφ.· τὸ [[ταχύ]], [[ταχύτητα]], [[σπουδή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως, λέγεται για πράξεις, ενέργειες, γεγονότα κ.λπ.· γρήγορος, [[ταχύς]], [[αιφνίδιος]], [[πήδημα]], σε Σοφ.· [[πόλεμος]], σε Θουκ.· <i>ταχεῖαι ἐλπίδες</i>, [[γρήγορα]] παρερχόμενες (σύντομες) ελπίδες, σε Πίνδ. <b>Β.</b> επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον ομαλό τύπο <i>τᾰχέως</i>, [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> το επίρρ. εκφέρεται επίσης περιφραστικά, [[διά]] ταχέων, με [[σπουδή]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐκ ταχείας</i>, σε Σοφ.· πρβλ. [[τάχος]] II.<br /><b class="num">3.</b> ουδ. [[ταχύ]] ως επίρρ., στον ίδ. κ.λπ.· πιο [[συχνά]] [[τάχα]] (βλ. αυτ.). <b>Γ.</b> Βαθμοί σύγκρισης:<br /><b class="num">I.</b> Συγκρ.:<br /><b class="num">1.</b> [[ομαλός]] [[τύπος]] τᾰχύτερος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ηρόδ. <b>2.[[θάσσων]]</b>, ουδ. [[θᾶσσον]], γεν. <i>θάσσονος</i>, νεώτ. Αττ. [[θάττων]], ουδ. [[θᾶττον]], σε Όμηρ., Αττ.· ουδ. ως επίρρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[θᾶσσον]] ἂν κλύοιμι, γρηγορότερα, δηλ. θα προτιμούσα να άκουγα, σε Σοφ.· επίσης, το [[θᾶσσον]], όπως το Λατ. [[ocius]], [[συχνά]] υπάρχει αντί του θετικού βαθμού, οὐ [[θᾶσσον]] οἴσεις; δηλ. δεν θα σπεύσεις να το φέρεις; στον ίδ.· <i>ὅτιθᾶσσον</i>, όπως το [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Θεόκρ.· [[ἐπειδὰν]] [[θᾶσσον]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τύπος]] [[ταχίων]] [ῑ], ουδ. [[τάχιον]], βρίσκεται [[σπανίως]] στα δοκίμια των Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[ομαλός]] υπερθ. <i>[[ταχύτατος]]</i> είναι [[σπάνιος]], σε Πίνδ.· <i>ταχύτατα</i>, ως επίρρ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ο [[συνήθης]] [[τύπος]] είναι [[τάχιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[κυρίως]] στον πληθ. ουδ. [[τάχιστα]] ως επίρρ., [[ὅττι]] [[τάχιστα]], όσο το δυνατόν ταχύτερα, Λατ. [[quam]] celerrime, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὅσον]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ.· ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ὅπως]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· αυτές είναι ελλειπτικές φράσεις (βλ. κατωτ.), ὡς δυνατὸν [[τάχιστα]], σε Ηρόδ.· <i>ὡς</i> ή <i>ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, [[μετά]] από χρονικά μόρια, όπως το Λατ. [[quum]] [[primum]], [[ἐπεὶ]] (Ιων. [[ἐπεί]] τε) [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἐπειδὴ]] [[τάχιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐπεὰν</i> ή [[ἐπήν]], [[ἐπάν]], [[ἐπειδάν]] [[τάχιστα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅταν]] [[τάχιστα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] επίσης και στους πεζογράφους, <i>τὴν ταχίστην</i> (ενν. <i>ὁδόν</i>), ως επίρρ., με τον ταχύτερο δρόμο, δηλ. περισσότερο [[γρήγορα]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | |lsmtext='''τᾰχύς:''' [ῠ], -εῖα, -ύ, λέγεται για [[κίνηση]],<br /><b class="num">Α. I.</b> [[ταχύς]], [[ορμητικός]], γρήγορος, αντίθ. του [[βραδύς]], σε Όμηρ. κ.λπ.· <i>ταχὺς [[πόδας]]</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· ταχὺ [[θέειν]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για [[σκέψη]] και σκοπό, γρήγορος, [[βιαστικός]], <i>φρονεῖν γάρ οἱ ταχεῖς οὐκ ἀσφαλεῖς</i>, σε Σοφ.· με απαρ., βλάπτειν [[ταχύς]], σε Αριστοφ.· τὸ [[ταχύ]], [[ταχύτητα]], [[σπουδή]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> ομοίως, λέγεται για πράξεις, ενέργειες, γεγονότα κ.λπ.· γρήγορος, [[ταχύς]], [[αιφνίδιος]], [[πήδημα]], σε Σοφ.· [[πόλεμος]], σε Θουκ.· <i>ταχεῖαι ἐλπίδες</i>, [[γρήγορα]] παρερχόμενες (σύντομες) ελπίδες, σε Πίνδ. <b>Β.</b> επίρρ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> στον ομαλό τύπο <i>τᾰχέως</i>, [[γρήγορα]], σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> το επίρρ. εκφέρεται επίσης περιφραστικά, [[διά]] ταχέων, με [[σπουδή]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>ἐκ ταχείας</i>, σε Σοφ.· πρβλ. [[τάχος]] II.<br /><b class="num">3.</b> ουδ. [[ταχύ]] ως επίρρ., στον ίδ. κ.λπ.· πιο [[συχνά]] [[τάχα]] (βλ. αυτ.). <b>Γ.</b> Βαθμοί σύγκρισης:<br /><b class="num">I.</b> Συγκρ.:<br /><b class="num">1.</b> [[ομαλός]] [[τύπος]] τᾰχύτερος, <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ηρόδ. <b>2.[[θάσσων]]</b>, ουδ. [[θᾶσσον]], γεν. <i>θάσσονος</i>, νεώτ. Αττ. [[θάττων]], ουδ. [[θᾶττον]], σε Όμηρ., Αττ.· ουδ. ως επίρρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· [[θᾶσσον]] ἂν κλύοιμι, γρηγορότερα, δηλ. θα προτιμούσα να άκουγα, σε Σοφ.· επίσης, το [[θᾶσσον]], όπως το Λατ. [[ocius]], [[συχνά]] υπάρχει αντί του θετικού βαθμού, οὐ [[θᾶσσον]] οἴσεις; δηλ. δεν θα σπεύσεις να το φέρεις; στον ίδ.· <i>ὅτιθᾶσσον</i>, όπως το [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Θεόκρ.· [[ἐπειδὰν]] [[θᾶσσον]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> ο [[τύπος]] [[ταχίων]] [ῑ], ουδ. [[τάχιον]], βρίσκεται [[σπανίως]] στα δοκίμια των Αττ.<br /><b class="num">II. 1.</b> ο [[ομαλός]] υπερθ. <i>[[ταχύτατος]]</i> είναι [[σπάνιος]], σε Πίνδ.· <i>ταχύτατα</i>, ως επίρρ., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> ο [[συνήθης]] [[τύπος]] είναι [[τάχιστος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, [[κυρίως]] στον πληθ. ουδ. [[τάχιστα]] ως επίρρ., [[ὅττι]] [[τάχιστα]], όσο το δυνατόν ταχύτερα, Λατ. [[quam]] celerrime, σε Ομήρ. Ιλ.· Αττ. [[ὅτι]] [[τάχιστα]], σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως, [[ὅσον]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ.· ὡς [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ὅπως]] [[τάχιστα]], σε Αισχύλ. κ.λπ.· αυτές είναι ελλειπτικές φράσεις (βλ. κατωτ.), ὡς δυνατὸν [[τάχιστα]], σε Ηρόδ.· <i>ὡς</i> ή <i>ᾗ ἂν δύνωμαι τάχιστοι</i>, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης, [[μετά]] από χρονικά μόρια, όπως το Λατ. [[quum]] [[primum]], [[ἐπεὶ]] (Ιων. [[ἐπεί]] τε) [[τάχιστα]], σε Ηρόδ., Αττ.· [[ἐπειδὴ]] [[τάχιστα]], σε Πλάτ. κ.λπ.· <i>ἐπεὰν</i> ή [[ἐπήν]], [[ἐπάν]], [[ἐπειδάν]] [[τάχιστα]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· [[ὅταν]] [[τάχιστα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνά]] επίσης και στους πεζογράφους, <i>τὴν ταχίστην</i> (ενν. <i>ὁδόν</i>), ως επίρρ., με τον ταχύτερο δρόμο, δηλ. περισσότερο [[γρήγορα]], σε Ηρόδ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰχύς:''' εῖα, ύ (compar. [[ταχύτερος]], чаще [[θάσσων]] - атт. [[θάττων]], поздн. тж. [[ταχίων]]; superl. [[τάχιστος]] - редко [[ταχύτατος]])<br /><b class="num">1)</b> быстрый, скорый, проворный ([[ἔλαφος]] Hom.; [[βαδιστής]] Eur.; [[νῆες]] Her.): τ. πόδας Hom. быстроногий; τ. πρός τι Plat. и τ. ποιεῖν τι Thuc., Arph. скорый на что-л.;<br /><b class="num">2)</b> внезапный, мгновенный ([[Ἃιδης]] Eur.; [[μεταβολή]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> минутный, мимолетный ([[ἐπαυρέσεις]] Thuc.; ἐλπίδες Pind.);<br /><b class="num">4)</b> короткий, недолгий ([[ὁδός]] Arph.): [[ταχεῖ]] ξὺν χρόνῳ Soph. в короткое время - см. тж. [[ταχύ]]. | |||
}} | }} |