3,277,119
edits
(eksahir) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[Libra]] | |esgtx=[[Libra]] | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ζυγόν:''' τό και [[ζυγός]], ὁ, (πρβλ. [[ζεύγνυμι]]), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει [[δύο]] σώματα· και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζυγός]] ή σταυροειδές [[ξύλο]] το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως [[τιμόνι]] της άμαξας· είχε [[μάλιστα]] <i>ζεύγλας</i> (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε [[κάθε]] [[άκρο]], μέσω των οποίων τα [[δύο]] ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την [[άμαξα]] ή το [[άροτρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]] της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· <i>δουλείας</i>, ἀνάγκης [[ζυγόν]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..</i>., με [[αποτέλεσμα]] να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ζευγάρι]], σε Ευρ.· <i>κατὰ [[ζυγά]]</i>, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τα [[δύο]] κέρατα της φόρμιγγας ([[φόρμιγξ]]), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις [[απέναντι]] πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος [[ζυγόν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεσαία [[σειρά]] των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., <i>οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες</i>, αυτοί που βρίσκονται στην [[επάνω]] [[σειρά]] και κυβερνούν το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b> στρογγυλό [[κομμάτι]] ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως [[αντίβαρο]] στα προς [[ζύγιση]] αντικείμενα, σε Δημ.· η [[ίδια]] η [[ζυγαριά]], [[ζύγι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> καρχασίου [[ζυγόν]], [[κεραία]] που βρίσκεται στην [[κορυφή]] του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.<br /><b class="num">VI.</b> [[τάξη]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά [[πρόσωπο]], αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά [[βάθος]] παρατεταγμένη [[γραμμή]] των στρατιωτών), σε Θουκ. | |||
}} | }} |