Anonymous

ζυγόν: Difference between revisions

From LSJ
1,850 bytes added ,  31 December 2018
nl
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ζυγόν:''' τό και [[ζυγός]], ὁ, (πρβλ. [[ζεύγνυμι]]), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει [[δύο]] σώματα· και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζυγός]] ή σταυροειδές [[ξύλο]] το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως [[τιμόνι]] της άμαξας· είχε [[μάλιστα]] <i>ζεύγλας</i> (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε [[κάθε]] [[άκρο]], μέσω των οποίων τα [[δύο]] ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την [[άμαξα]] ή το [[άροτρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]] της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· <i>δουλείας</i>, ἀνάγκης [[ζυγόν]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..</i>., με [[αποτέλεσμα]] να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ζευγάρι]], σε Ευρ.· <i>κατὰ [[ζυγά]]</i>, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τα [[δύο]] κέρατα της φόρμιγγας ([[φόρμιγξ]]), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις [[απέναντι]] πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος [[ζυγόν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεσαία [[σειρά]] των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., <i>οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες</i>, αυτοί που βρίσκονται στην [[επάνω]] [[σειρά]] και κυβερνούν το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b> στρογγυλό [[κομμάτι]] ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως [[αντίβαρο]] στα προς [[ζύγιση]] αντικείμενα, σε Δημ.· η [[ίδια]] η [[ζυγαριά]], [[ζύγι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> καρχασίου [[ζυγόν]], [[κεραία]] που βρίσκεται στην [[κορυφή]] του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.<br /><b class="num">VI.</b> [[τάξη]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά [[πρόσωπο]], αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά [[βάθος]] παρατεταγμένη [[γραμμή]] των στρατιωτών), σε Θουκ.
|lsmtext='''ζυγόν:''' τό και [[ζυγός]], ὁ, (πρβλ. [[ζεύγνυμι]]), οτιδήποτε ενώνει ή συνδέει [[δύο]] σώματα· και [[συνεπώς]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ζυγός]] ή σταυροειδές [[ξύλο]] το οποίο προσδένεται μέσω του ζυγοδέσμου πάνω στον πάσσαλο που χρησιμοποιείται ως [[τιμόνι]] της άμαξας· είχε [[μάλιστα]] <i>ζεύγλας</i> (επιτραχήλιες θέσεις ή θηλιές) σε [[κάθε]] [[άκρο]], μέσω των οποίων τα [[δύο]] ζεμένα άλογα, μουλάρια ή βόδια έσερναν την [[άμαξα]] ή το [[άροτρο]], σε Όμηρ. κ.λπ.· μεταφ., τὸ δούλιον [[ζυγόν]], ο [[ζυγός]] της σκλαβιάς, σε Ηρόδ.· <i>δουλείας</i>, ἀνάγκης [[ζυγόν]], σε Σοφ., Ευρ.· <i>ἐπιτιθέναι τινὶ ζυγὰ τοῦ μή..</i>., με [[αποτέλεσμα]] να αποτρέπει..., να προλαμβάνει..., να μη..., σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ζευγάρι]], σε Ευρ.· <i>κατὰ [[ζυγά]]</i>, σε ζεύγη, σε Θεόκρ.<br /><b class="num">II.</b> κάθετο [[ξύλο]] που ενώνει τα [[δύο]] κέρατα της φόρμιγγας ([[φόρμιγξ]]), πάνω στο οποίο δένονται και τεντώνονται οι χορδές της, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> στον πληθ., τα εγκάρσια εδώλια που ενώνουν τις [[απέναντι]] πλευρές του πλοίου ή της λέμβου, οι πάγκοι των πλοίων, Λατ. transtra, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· σπάνια στον ενικ., σε Σοφ.· μεταφ., τὸ πόλεος [[ζυγόν]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεσαία [[σειρά]] των κωπηλατικών καθισμάτων σε μια τριήρη· μεταφ., <i>οἱ ἐπὶ ζυγῷ δορὸς κρατοῦντες</i>, αυτοί που βρίσκονται στην [[επάνω]] [[σειρά]] και κυβερνούν το [[πλοίο]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">IV.</b> στρογγυλό [[κομμάτι]] ξύλου της ζυγαριάς, το οποίο τοποθετούνταν ως [[αντίβαρο]] στα προς [[ζύγιση]] αντικείμενα, σε Δημ.· η [[ίδια]] η [[ζυγαριά]], [[ζύγι]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> καρχασίου [[ζυγόν]], [[κεραία]] που βρίσκεται στην [[κορυφή]] του ιστού στα πλοία, σε Πίνδ.<br /><b class="num">VI.</b> [[τάξη]] ή [[γραμμή]] στρατιωτών που έχουν παραταχθεί κατά [[πρόσωπο]], αντίθ. προς τον στοίχο (την κατά [[βάθος]] παρατεταγμένη [[γραμμή]] των στρατιωτών), σε Θουκ.
}}
{{elnl
|elnltext=ζυγόν -οῦ, τό en ζυγός, ὁ [ζεύγνυμι] ep. dat. ζυγόφι(ν ) juk:; ὑπὸ δὲ ζυγὸν ἤγαγεν ὠκέας ἵππους hij bracht de snelle paarden onder het juk Il. 23.294; ὑπὸ ζυγόφι ( ν ) onder het juk Il. 19.404; overdr.. οὐδ ’ ὑπὸ ζυγῷ λόφον δικαίως εἶχον zij hielden hun nek niet onder het juk (van het bestuur), zoals het recht vraagt Soph. Ant. 291; βύβλινον ζ. een juk van papyrus, (een brug met kabels van papyrus) Hdt. 8.20; δούλιον ζ. juk van de slavernij Hdt. 7.8.γ3. span, paar:; κλεινὸν ζυγόν een beroemd tweetal Eur. Hel. 392; milit.. ἐν τῷ πρώτῳ ζυγῷ in het eerste gelid Thuc. 5.68.3. alg. overdr. van een dwarsverbinding kam (dwarshout dat de beide armen van de citer met elkaar verbindt):. ἀργύρεον ζύγον een kam van zilver Il. 9.187. riempje (van een sandaal):; τὸ δακτυλίδιον πιέζει τὸ ζυγόν het riempje brengt mijn teentje in de knel Aristoph. Lys. 417; overdr. band:. τιμιωτέρῳ ζυγῷ ἐζύγησαν ze werden door een kostbaarder band verbonden Plat. Resp. 508a. dwarsstang:; ζυγὸν ταλάντου dwarsstang van de weegschaal Aeschl. Suppl. 822; uitbr. weegschaal:. ζυγῷ ἱστάναι wegen Lys. 10.18. ra (dwarsbalk aan de mast v. e. schip). Pind. roeibank:; εἰρεσίας ζυγὸν ἕζεσθαι op de roeibank gaan zitten Soph. Ai. 249; meestal plur..; ὑπὸ ζυγὰ δῆσα ἐρύσσας ik sleepte ze onder de roeibanken en bond ze vast Od. 9.99; overdr.. ἐπὶ ζυγοῖς καθέζετ ’ ἀρχῆς hij zat op de zetel van de macht Eur. Ion 595; τὸ πρῶτον πόλεως ζυγόν de eerste positie in de stad Eur. Phoen. 74.
}}
}}