Anonymous

ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
6
(43)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=ΜΑ [[καταβαίνω]]<br />[[κατεβαίνω]] περνώντας [[πάνω]] από [[κάτι]] που βρίσκεται ψηλότερα («τοὶ μέγα τεῑχος ὑπερκατέβησαν ὁμίλῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]] πάνω από, [[υπερπηδώ]] εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
}}
}}