Anonymous

ὑπερκαταβαίνω: Difference between revisions

From LSJ
4b
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]] πάνω από, [[υπερπηδώ]] εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
|lsmtext='''ὑπερκαταβαίνω:''' μέλ. -[[βήσομαι]], [[κατεβαίνω]] πάνω από, [[υπερπηδώ]] εντελώς, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερκαταβαίνω:''' переходить, перелезать: ὑ. τι Hom., Plut. и τινός Anth. перелезать через что-л.
}}
}}