Anonymous

ἀποδρέπω: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποδρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] και [[μαζεύω]] [[άνθη]] ή καρπούς<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]] [[κάτι]].
|mltxt=[[ἀποδρέπω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[κόβω]] και [[μαζεύω]] [[άνθη]] ή καρπούς<br /><b>2.</b> [[απολαμβάνω]], [[χαίρομαι]] [[κάτι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
}}
}}