Anonymous

ἀποδρέπω: Difference between revisions

From LSJ
1
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἀποδρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[αποκόπτω]], [[μαζεύω]], [[συλλέγω]] καρπούς, σε Πίνδ.· ἀπόδρεπε [[οἴκαδε]] [[βότρυς]], κόψε και πάρε στο [[σπίτι]] [[σου]] τα σταφύλια, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποδρέπω:''' срывать, собирать ([[βότρυς]] Hes.; ἥβας καρπόν Pind.; med. δρόσον καὶ χνοῦν Plut.; ἀγλαΐην Anth.).
}}
}}