Anonymous

ἁπλῶς: Difference between revisions

From LSJ
3
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=και απλά (AM [[ἁπλῶς]]) <b>επίρρ.</b><br />απλά, [[φυσικά]], απονήρευτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] ένα και μόνο τρόπο<br /><b>2.</b> αφελώς, [[χωρίς]] [[επιτήδευση]], ειλικρινά, [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> απόλυτα, ανεξαίρετα.
|mltxt=και απλά (AM [[ἁπλῶς]]) <b>επίρρ.</b><br />απλά, [[φυσικά]], απονήρευτα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κατά]] ένα και μόνο τρόπο<br /><b>2.</b> αφελώς, [[χωρίς]] [[επιτήδευση]], ειλικρινά, [[καθαρά]]<br /><b>3.</b> απόλυτα, ανεξαίρετα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἁπλῶς:''' επίρρ. του [[ἁπλοῦς]], Λατ. [[simpliciter]].<br /><b class="num">I.</b> μόνον, με έναν και μοναδικό τρόπο, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[απλώς]], [[σαφώς]], ευκρινώς, ειλικρινώς, σε Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[απλώς]], εντελώς, [[ἁπλῶς]] ἀδύνατον, σε Θουκ.· [[οὐδεμία]] [[ἁπλῶς]], απολύτως καμία, στον ίδ.· ὅσ' ἐστὶν ἀγαθὰ [[ἁπλῶς]], όλα όσα υπάρχουν ανεξαιρέτως, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με μια [[λέξη]], με [[συντομία]], συνοπτικά, Λατ. [[donique]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}